Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Διαδρομές ... για Φιγάλεια

Διαδρομές απο Μεγαλόπολη για Φιγαλεία και Βάσσαι
                   "Αρχαίες Πόλεις Της Αρκαδίας"
Από τη Μεγαλόπολη ξεκινούσαν δρόμοι που οδηγούσαν σε όλες τις πόλεις στο εσωτερικό της Αρκαδίας αλλά και στις πόλεις των Ηλείων, Μεσσηνίων, Λακεδαιμονίων κλπ. Στη δυτική πλευρά υπήρχε δρόμος που οδηγούσε στη Φιγαλία. Περνούσες πρώτα τον Αλφειό, σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων, και δύο στάδια μετά συναντούσες την πόλη Μακαρτές και εφτά στάδια μετά την πόλη Δασεές. Επτά στάδια ακόμη και έφτανες στον Ακακήσιο λόφο στους πρόποδες του οποίου ήταν η πόλη Ακακήσιον. Οι Αρκάδες πίστευαν ότι εδώ μεγάλωσε ο Ερμής και ότι ο Άκακος, γιός του Λυκάονος και ιδρυτής της πόλης ήταν θετός του πατέρας. Στο λόφο υπήρχε ένα πέτρινο άγαλμα του Ακακησίου Ερμή. Τέσσερα στάδια από το Ακακήσιον ήταν το ιερό της Δεσποίνης και ο ναός της Ηγεμόνης Αρτέμιδος και χάλκινο άγαλμα της θεάς που κρετάει δάδες. Καθώς προχωρούσες προς το ναό συναντούσες μια στοά στα δεξιά και πάνω στο τοίχο σε λευκό μάρμαρο, ήταν σκαλισμένες οι Μοίρες και ο Ζεύς Μοιράγετης. Σε ένα άλλο ανάγλυφο, παριστάνετο η πάλη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Ηρακλή, ποιός θα αποσπάσει από τον άλλον τον ιερό τρίποδα των Δελφών, που ο Ηρακλής είχε αρπάξει φεύγοντας, επειδή η Πυθία αρνήθηκε να του δώσει χρησμό. Σε ένα τρίτο ανάγλυφο παριστάνοντο νύμφες και Πάνες και σε ένα τέταρτο ο ιστορικός Πολύβιος. Μπροστά στο ναό υπήρχαν βωμοί της Δήμητρας και της Δεσποίνης, - για την οποίαν οι Αρκάδες πίστευαν ότι ήταν κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας – και ένας τρίτος της Μεγάλης Μητρός, τα αγάλματα της Δήμητρας και ττης Δεσποίνης είναι έργα του Δημοφώντα. Η Δήμητρα κρατάει στο δεξί της χέρι δάδα και με το αριστερό ακουμπάει τη Δέσποινα, που έχει στα γονατά της ένα σκήπτρο και την κύστην που την κρατάει με το δεξί της χέρι. Δίπλα στη Δήμητρα είναι η Άρτεμις που φοράει δέρμα ελάφου και έχει φαρέτρα στον ώμο. Στο ένα χέρι κρατάει λαμπάδα και στο άλλο φίδια. Δίπλα στη Δέσποινα στέκεται ο Τιτάνας Άνυτας.

Είναι αυτός που ανάθρεψε την Δέσποινα. Δίπλα στη δεξιά του ναού της Δεσποίνης ήταν το μέγαρο όπου οι Αρκάδες τελούσαν μυστήρια και θυσίες στη Θεά με πολλά και πλούσια σφάγια. Πέρα από το μέγαρο ήταν το ιερό άλσος της Δεσποίνης που περιβάλετο από πέτρινο τοίχο. Πέρα από το άλσος υπήρχε βωμός του Ιππίου Ποσειδώνος και άλλος κοινός όλων των θεών. Υπήρχε και μία σκάλα που οδηγούσε σε ένα ιερό του Πανός. Εκεί υπήρχε βωμός του Άρη, άγαλμα της Αφροδίτης και ξόανο του Απόλλωνα και της Αθηνάς. Στο άλσος υπήρχαν δένδρα και αναμεσά τους μία ρίζα στην οποία φύτρωναν μία ελιά και μία βελανιδιά, που δεν ήταν ανθρώπινο δημιούργημα. Λίγο πιο πάνω συναντούσες τον περίβολο του τείχους της Λυκόσουρας. Την πόλη είχε κτίσει ο ίδιος ο Λυκάων και ήταν η πρώτη πόλη που αντίκρυσε ποτέ ο ήλιος και απ’ αυτήν έμαθαν οι άνθρωποι να κτίζουν πόλεις. Πάνω από τη Λυκόσουρα είναι το όρος Λύκαιον που οι Αρκάδες το έλεγαν και Όλυμπο και ισχυρίζοντο ότι εκεί γεννήθηκε ο Δίας σε μια τοποθεσία που λεγόταν Κρητέα και όχι στη νήσο Κρήτη. Τον φρόντιζαν δε οι νύμφες Θεισόα, Αγνώ και Νέδα. Στο Λύκαιο υπήρχε τέμενος του Λυκαίου Διός, ιερό του Πανός, ιππόδρομος κα στάδιον όπου ετελούντο τα Λύκαια, αγώνες που είχε θεσπίσει ο Λυκάων. Στην ανατολική πλευρά του όρους υπήρχε ιερό του Παρρασίου Απόλλωνος. Προς βοράν ήταν πόλη Θεισόα. Νοτιοδυτικά της Λυκόσουρας ήταν τα όρη Νόμια, που τα ονόμαζαν έτσι επειδή εκεί ήσαν οι νομές του Πανός, και υπήρχε ιερό του Νομίου Πανός. Το μέρος εκεί το έλεγαν Μέλπεια επειδή εκεί ανακάλυψε ο θεός τη μουσική των αυλών. Δυτικά της Λυκόσουρας ήταν ο ποταμός Πλατανιστών. Για να πάς στην Φιγαλία περνούσες το ποτάμι και μετά από αρκετή απόσταση έφτανες στη Φιγαλία την πόλη την ίδρυσε ο Φίγαλος, γιός του Λυκάονα. Ήταν κτισμένη σε ύψωμα με τείχη κτισμένα πάνω σε γκρεμούς αλλά το έδαφος στην πόλη ήταν επίπεδο. Υπήρχε αγορά και γυμναστήριο. Υπήρχαν ακόμη ιερό της Σωτείρας Αρτέμιδος και άγαλμα της θεάς από πέτρα, και ναός του Διονύσου Ακρατοφόρου. Στο γυμναστήριο υπήρχε άγαλμα του Ερμή και στην αγορά ανδριάντας του Αρραχίωνα. Αυτός ο Αρραχίων είχε κερδίσει δύο ολυμπιακές νίκες στο παγκράτιο και μια τρίτη στην πεντικοστή τέταρτη Ολυμπιάδα. Σ’ αυτήν όμως στεφανώθηκε νικητής νεκρός, γιατί καθώς αγωνιζόταν στον τελευταίο αγώνα για τον κότινο ο αντίπαλος του τον έζωσε με τα πόδια του ενώ συγχρόνως του έσφιγγε με τα χέρια τον τράχηλο. Και ο Αρραχίων όμως πρόλαβε καιτ του έσπασε ένα δάχτυλο του ποδιού πράγμα που έκανε τον αντίπαλλό του να εγαταλείψει τον αγώνα. Ακριβώς όμως την ίδια στιγμή ο Αρραχίων ξεψυχούσε. Οι ελλανοδίκες όμως ανακήρυξαν αυτόν νικητή. Στην αγορά υπήρχε επίσης το πολυάνδριον των εκατό Ορεσθασίων που εθελοντικά προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τους Φιγαλείς να διώξουν από την πόλη τους τους Λακεδαιμονίους που την είχαν καταλάβει, παρόλο που ήξεραν ότι θα σκοωθούν. Οι Φιγαλείς είχαν ζητήσει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, αν θα γυρίσουν στην πόλη τους. Ο Θεός απήντησε ότι αυτό θα γινόταν μόνο αν έπαιρναν μαζί τους εκατό Ορεσθασίους, οι οποίοι όμως θα έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Οι Φιγαλείς τους τίμησαν με κοινό τάφο στην αγορά και τους προσέφεραν κάθε χρόνο τιμές και θυσίες ηρώων. Το ορεσθάσιον ήταν μία πόλη νοτιοδυτικά της Μεγαλόπολης, ιδρυμένη από τον Ορεσθέα γιό του Λυκάονος. Αργότερα πήρε το όνομα Ορέστειον από τον Ορέστη του Αγαμέμνωνος που περιπλανήθηκε σε αυτά τα μέρη, μετά τον φόνο της μητέρας του. Υπήρχε ιερό της Ιέρειας Αρτέμιδος.

Δίπλα και δυτικά της πόλης κυλούσε ο ποταμός Λύμαξ που χύνεται στη Νέδα, το ποτάμι πήρε αυτό το όνομα επειδή εκεί οι νύμφες καθάρισαν τη Ρέα όταν γέννησε τον Δία και πέταξαν τις ακαθαρσίες – τα λύματα – στο ποτάμι. Στο σημείο που το ποτάμι περνούσε πιο κοντά στην πόλη, εκεί οι νέοι που περνούσαν από την εφηβεία στον ανδρισμό, έκοβαν τα μαλλιά τους και τα αφιέρωναν στον ποταμό. Στο σημείο που το ποτάμι χυνόταν στη Νέδα ήταν το ιερό της Ευρυνόμης με ξόανο της θεάς, που παριστάνεται γυναίκα μέχρι τους γλουτούς, και από κεί και κάτω ψάρι. Οι νεώτεροι Φιιγαλείς θεωρούσαν το «Ευρύνομη» επώνυμο της Άρτεμης. Οι παλαιώτερες όμως παραδόσεις των, θέλουν τη θεά κόρη του Ωκεανού. Ο Όμηρος τη θέλει να ζεί στα βάθη του Ωκεανού (Σ 398) και να προϋπάρχει του Ολυμπιακού πανθέου και να είναι αυτή δημιουργός των πάντων. Μετά την επικράτηση όμως των Ολυμίων, η θεά, όπως και άλλες προγενέστερες θεότητες, υποβαθμίστηκε σαν ερωμένη του νέου κυρίαρχου, να γεννά απ’ αυτόν τις τρείς χάριτες. Όπως και νάχει η νεώτερη δοξασία ότι το «Ευρυνώμη» είναι προσωνυμία της Αρτέμιδος δεν ταιριάζει με την εικόνα της θεάς γυναίκα – ψάρι, ενώ τη δικαιολογεί η παράδοση, ότι είναι κόρη του Ωκεανού και ζεί στα βάθη της θάλασσας.

Σε απόσταση σαράντα σταδίων, βορειοανατολικά της Φιγαλείας ήταν το όρος Κωτίλιον. Πάνω στο βουνό, σε μια τοποθεσία που λεγόταν Βάσσαι υπήρχε ο ναός του ΕπικουρίουΑπόλλωνος κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από μάρμαρο, έργο του αρχιτέκτονα Ικτίνου. Ήταν ο λαμπρότερος ναός της Πελοποννήσου από άποψη συμμετρίας και καλαισθησίας μετά από το ναό της Τεγέας. Ο Θεός πήρε αυτό το όνομα επειδή προστάτεψε τους κατοίκους σε μια περίοδο λοιμικής. Πέρα από το ναό του Απόλλωνος ήταν το Κώτιλο και εκεί υπήρχε ναός και άγαλμα της Αφροδίτης.

Τριάντα περίπου στάδια, δυτικά της Φιγαλίας ήταν το όρος Ελάιον. Εκεί ήταν το ιερό σπήλαιο της Δήμητρας Μελαίνης. Η θεά πήρε το όνομα, γιατί οργισμένη από το πάθημα της με τον Ποσειδώνα αλλά και πενθούσα για τη χαμένη κόρη της φόρεσε μαύρα και κρύφτηκε για πολύ καιρό σ’ αυτό το σπήλαιο, με δυσμενείς συνέπειες στην καρποφορία της γής. Τη βρήκε ο Πάν που το είπε στο Δία. Αυτός έστειλε τις Μοίρες που την έπεισαν να βγεί από το σπήλαιο. Οι Φιγαλείς θεώρησαν το σπήλαιο ιερό και τοποθέτησαν σ’ αυτό ένα ξύλινο άγαλμα που παρουσίαζε τη θεά καθισμένη σ’ ένα βράχο. Το σώμα της ήταν σώμα γυναίκας είχε όμως κεφάλι και χαίτη αλόγου, απ’ όπου φύτρωναν φίδια. Ήταν ντυμένη με χιτώνα που την κάλυπτε μέχρι τα πόδια. Στο ένα χέρι κρατούσε περιστέρι, στο άλλο δελφίνι. Το άγαλμα αυτό καταστράφηκε από φωτιά. Αυτό είχε συνέπεια, να αμελίσουν οι Φιγαλείς τη λατρεία της Θεάς όσπου η γη σταμάτησε να καρπίζει. Ο χρησμός που πήραν από την Πυθία τους αποκάλυψε, όχι μόνο το λόγο της ακαρπίας, αλλά ότι θα ακολουθούσαν ακόμη χειρότερα, μέχρι αλληλοφάγωμα αν δεν αρχίσουν να απονέμουν στη Θεά μεγαλύτερες τιμές. Ζήτησαν από τον Αιγίτη χαλκοπλάστη Ονάτα να τους φτιάξει ένα χάλκινο άγαλμα. Και αυτός το έφτιαξε, βασιζόμενος είτε σε ζωγραφιά που είδε, είτε σε αντίγραφο είτε σε όραμα που είδε στον ύπνο του. Και το άγαλμα αυτό χάθηκε καθώς συνετρίβει από πέτρες που έπεσαν από την οροφή του ιερού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου