Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Επικούριος - Φιγαλία (ετυμολογική και ιστορική ανάλυση)


(Η σωστή γραφή των δύο επίμαχων Λέξεων – Ετυμολογική και ιστορική ανάλυση)

Του Δημήτρη Κ. Βηλαρά, Φιλολόγου

Λαμβάνοντας υπόψη το λόγιο γνωμικό του αρχαίου Κυνικού φιλόσοφου  Αντισθένη "αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις", θα επιχειρήσω μια ετυμολογική και ιστορική ανάλυση των λέξεων Επικούριος και Φιγαλία, που αφορούν την τοπική μας ιστορία και την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Α) Επικούριος

Ως Ολύμπιοι, προερχόμαστε από την ευρύτερη περιοχή του Επικούριου Απόλλωνα και αναφερόμαστε συχνά, προφορικά ή γραπτά, στον παγκόσμια γνωστό και περίφημο αυτό αρχαίο Ναό, τον "Παρθενώνα της Πελοποννήσου", δημιούργημα του αρχιτέκτονα Ικτίνου. Περισσότερο όμως από κάθε άλλον Έλληνα, οφείλουμε να γνωρίζουμε τη σωστή γραφή, την ορθογραφία του όρου "Επικούριος (Απόλλων)". Η λέξη "Επικούριος" λοιπόν, όταν χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη "Απόλλων", γράφεται με ι στην προτελευταία συλλαβή και όχι με ει. Υπάρχει βέβαια και η γραφή της ίδιας λέξης και στην ίδια συλλαβή με ει, πλην όμως ο "Επικούρειος" με ει αναφέρεται στον οπαδό της φιλοσοφίας του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Επίκουρου και δεν έχει καμμιά σχέση με τον "Επικούριο Απόλλωνα".

 Άλλωστε, η φιλοσοφία των Επικουρείων είχε υλιστικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το φιλοσοφικό τους δόγμα "φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν", αντίθετα προς τον ιδεαλιστικό χαρακτήρα με τον οποίο έχει καθιερωθεί στη Μυθολογία ο Απόλλωνας, ως θεός του φωτός και του πνεύματος.

Πού οφείλεται όμως, η διαφορά στην ορθογραφία των δύο λέξεων; Οφείλεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με το Ετυμολογικό της Ελληνικής Γραμματικής, ο Επικούριος με ι είναι επίθετο, που προέρχεται από άλλο ε­πίθετο και συγκεκριμένα από το επίθετο "επίκουρος" (=βοηθός). Π.χ. Ε­πίκουρος (βοηθός) Καθηγητής του Πανεπιστημίου. Όταν δηλαδή έχουμε παραγωγή επιθέτου σε -ιος από άλλο επίθετο, τότε το -ιος γράφεται με ι. Έτσι έχουμε: επίκουρος - επικούριος (=βοηθός), καθαρός - καθάριος, φίλος -η -ον _ φίλιος -α -ον (=φιλικός) κ.ο.κ.

Όταν όμως έχουμε παραγωγή επιθέτου από κύριο όνομα προσώπου, τότε προκύπτει επίθετο σε -ειος με ει. Π.χ. Επίκουρος - Επικούρειος (φιλόσοφος), Βαρβάκης - Βαρβάκειος (αγορά), Ζάππας - Ζάππειον (μέγαρον), Κύκλωπας - Κυκλώπεια (τείχη), Δράκοντας - Δρακόντειοι (νόμοι), Κύλωνας - Κυλώνειον (άγος) κ.ο.κ.

Από πολύ παλιά λοιπόν, από κακό ξεκίνημα και προφανώς από σύγχυση των ομόηχων επιθέτων στους όρους "Επικούριος Απόλλων" (με ι) και "Επικούρειος φιλόσοφος" (με ει), επικράτησε και μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά αυτό το λάθος(1), που καθίσταται εντονότερο, όσο διασημότερη είναι η λέξη στην οποία εμπεριέχεται. Το λάθος αυτό, που παρατηρείται και σε παλιές εγκυκλοπαίδειες, συνεχίζεται κάπου-κάπου μέχρι σήμερα και πρέπει να εξαλειφθεί τελείως, ιδιαίτερα από τον τοπικό Τύπο των γειτονικών επαρχιών μας, Ολυμπίας και Τριφυλίας, για να αποκατασταθεί η ορθογραφία του "Επικούριου Απόλλωνα", παράλληλα με την πραγματοποιούμενη αρχιτεκτονική αναπαλαίωσή του.

Δεν πρέπει, συνεπώς, να εθελοτυφλούμε σε κραυγαλέα λάθη, που η αβλεψία ή η προχειρότητα του παρελθόντος μάς κληροδότησε. Πρέπει επίσης να αποκατασταθεί από τους αρμοδίους των Νομαρχιών Ηλείας και Μεσσηνίας η ορθογραφία του όρου "Επικούριος Απόλλων" και

στις πάμπολλες πινακίδες των επαρχιών μας (Ολυμπίας και Τριφυλίας), που σηματοδοτούν την κατεύθυνση των τουριστών προς τον ομώνυμο Ναό, όσες τουλάχιστον εξακολουθούν να είναι λανθασμένες, όπως για παράδειγμα στη διασταύρωση του οδικού άξονα: Ανδρίτσαινα-Ναός, με την παράκαμψη προς Λινίσταινα και σε άλλες παρόμοιες διασταυρώσεις.

Πέρα όμως από την ορθογραφική ανάλυση του "Επικούριου Απόλλωνα", υπενθυμίζουμε ότι και από ιστορικής πλευράς ο θεός Απόλλωνας ονομάστηκε Επικούριος (= βοηθός), επειδή βοήθησε την πόλη της αρχαίας Φιγαλίας, σύμφωνα με την πίστη των κατοίκων της, να απαλλαγεί από το φοβερό λοιμό, που είχε ενσκήψει εκεί, γύρω στο 430 π.Χ., όταν, μετά ταύτα, άρχισε να κατασκευάζεται ο Ναός του.

 Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από τον μεγάλο μας ιστορικό συγγραφέα και περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.), ο οποίος στα "Αρκαδικά" του (έκδ. Νικόλαου Δ. Παπαχατζή, 2002, σελ. 370-371) επισημαίνει: «Το προσωνύμιο "Επικούριος" δόθηκε στον Απόλλωνα, γιατί ήρθε "επίκουρος" σε αρρώστια επιδημική, όπως και οι Αθηναίοι τον ονόμασαν (σ.σ.: τον Απόλλωνα)- Αλεξίκακο", γιατί κι απ' αυτούς απομάκρυνε την αρρώστια». (Εννοεί το λοιμό που ενέσκηψε στην Αθήνα το 430 π.Χ., από τον οποίο προσεβλήθη και πέθανε την επόμενη χρονιά και ο Περικλής).

Τέλος, η σύγχρονη Εγκυκλοπαίδεια "Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα" (έκδοση 1996) στο λήμμα "Επικούριος" (με ι) αναφέρει τα εξής: «Επικούριος, ο: Επίθετο αποδιδόμενο από τους αρχαίους Έλληνες σε θεούς που θεωρούνταν ως κατ' εξοχήν προστάτες και βοηθοί του ανθρώπου. Ως επίκουροι θεότητες λατρεύονταν προπάντων ο Απόλλωνας, ο Ασκληπιός, η Υγεία και η Άρτεμις». (Βλέπε επίσης στην ίδια Εγκυκλοπαίδεια και τόμο 13, σελ. 374-375).

Με την ιστορική και ετυμολογική αυτή τεκμηρίωση της ορθογραφίας της λέξης "Επικούριος", προκύπτει ότι η γραφή με ει αποτελούσε ένα λάθος του παρελθόντος, που πρέπει να εγκαταλειφθεί οριστικά, ως δείγμα σοβαρής αντιμετώπισης των διαχρονικών και ιδιαίτερης σημασίας γλωσσικών και ιστορικών μας συμβόλων.

Β) Φιγαλία

Επειδή όμως η ιστορία του Επικούριου Απόλλωνα είναι συνυφασμένη με την ιστορία της αρχαίας Φιγαλίας και επειδή οι δύο αυτές λέξεις (Επικούριος, Φιγαλία) χρησιμοποιούνται συχνά - πυκνά στον τοπικό μας Τύπο, θα επιχειρήσω μια ορθογραφική τεκμηρίωση και για τη λέξη Φιγαλία.

 Η Φιγαλία λοιπόν γράφεται με ι τόσο στην παραλήγουσα, όσο και στην αρχική της συλλαβή, προέρχεται δε ετυμολογικά από τον πρώτο οικιστή και βασιλιά της αρχαίας αρκαδικής(2) αυτής πόλης Φίγαλο, γιο του Λυκάονα (βλ. Παυσανία, Αρκαδικά, Η, 3, 1), δεδομένου ότι στην αρχαία Φιγαλία υφίστατο ως πολίτευμα ο θεσμός της βασιλείας μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Συγκεκριμένα, η βασιλεία διατηρήθηκε εκεί μέχρι το 659 π.Χ., όταν οι Φιγαλείς με τη βοήθεια των Ορεσθασίων (Αρκάδων άλλης περιοχής) απελευθέρωσαν την πόλη τους από τους Σπαρτιάτες και εγκαθίδρυσαν δημοκρατικό πολίτευμα, συναγωνιζόμενοι έκτοτε σε ανάπτυξη την αρχαία Αθήνα. (Βλ. και Αγησ. Τσέλαλη «Ολυμπιακά», σελ. 223 και Αναστασίου Π. Τζαμαλή «Νομίσματα της Αρχαίας Φιγάλειας», σελ. 1-2).
Έχουμε λοιπόν: Φίγαλος - Φιγαλία.
Με ανάλογο τρόπο προήλθε και η ονομασία της γειτονικής περιοχής Τριφυλίας από τον βασιλιά Τρίφυλο (< τρία φύλα/φυλές της περιοχής: Επειοί ή Πύλιοι, Μινύες ή Αρκάδες και Αιτωλοηλείοι). Άρα: Τρίφυλος - Τριφυλία. Αντίστοιχοι τοπωνυμικοί σχηματισμοί από την αρχαιότητα είναι και οι ακόλουθοι: Πάμφυλος - Παμφυλία, Στύμφαλος - Στυμφαλία, Ρωμύλος - Ρωμυλία, Όλυμπος - Ολυμπία κ.ο.κ. Εδώ ας σημειωθεί ότι Όλυμπος, εκτός από το θεσσαλικό όρος του δωδεκαθέου, ονομαζόταν και το όρος Λύκαιον των αρχαίων Αρκάδων: «Εν αριστερά δε του ιερού της Δεσποίνης το όρος εστί το Λύκαιον. καλούσι δε αυτό και Όλυμπον και Ιεράν γε έτεροι των Αρκάδων κορυφήν», δηλαδή «Στα αριστερά του ιερού της Δέσποινας υπάρχει το Λύκαι­ον όρος. κάποιοι δε από τους Αρκά δες ονομάζουν αυτό και Όλυμπο και Ιερή κορυφή» (Παυσανίας Η, 38,2).

Μετέπειτα επικράτησαν για λίγο χρονικό διάστημα οι μετονομασίες Φιαλία και Φιαλείς (αντί Φιγαλία και Φιγαλείς) από τον τρίτο κατά σειρά βασιλιά της Φιγαλίας Φίαλο, ανιψιό του Φίγαλου και γιο του Βουκολίωνα, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον αδελφό του και αρχικό οικιστή και βασιλιά της Φιγαλίας Φίγαλο.

Κατά μίαν άλλην άποψη, η αρχαία Φιγαλία οφείλει την ονομασία της στη νύμφη Φιγαλία, που ηταν μία από τις Δρυάδες νύμφες.

Οι κάτοικοι της Φιγαλίας, εξάλλου, θα έπρεπε να ονομάζονται Φιγάλιοι, όπως της Τριφυλιας Τριφύλιοι και της Ολυμπίας Ολύμπιοι. Ο τύπος Φιγάλιοι ομως δεν μαρτυρείται γραπτώς στους συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της Φιγαλίας, παρά μόνο στον Καζαντζάκη σε μία ταξιδιωτική του περιγραφή της περιοχής, λόγω επηρεασμού του μάλλον από τους γεωγραφικά κοντινούς τύπους Τριφύλιοι και Ολύμπιοι. Αντίθετα, οι κάτοικοι της Φιγαλίας αναφέρονται παντού ως Φιγαλείς (Παυσανίας, Πολύβιος, Στέφανος Βυζάντιος, αρχαίες Φιγαλικές επιγραφές), προφανώς από αναλογική επίδραση της ονομασίας άλλων ελληνικών φύλων, όπως Αιολείς, Ερετριείς, Δωριείς, Θεσπιείς κλπ. Έτσι, προκύπτει η ακόλουθη αναλογία: Αίολος - Αιολεύς - Αιολείς, Φίγαλος - Φιγαλεύς - Φιγαλείς κ.ο.κ.

Επικράτησε λοιπόν από την αρχαιότητα ο λόγιος τύπος Φιγαλείς και παράλληλα προς αυτόν ο μεταγενέστερος τύπος Φιγαλιώτες, επί το λαϊκότερον (βλέπε Αγησ. Τσέλαλη, «Ολυμπιακά», σελ. 230 κ.α.). Τέτοιοι παράλληλοι τύποι κατά το σχήμα: Φίγαλος - Φιγαλείς - Φιγαλιώτες, που αφορούν την ονομασία των κατοίκων μιας πόλης ή περιοχής, παρατηρούνται και αλλού, όπως για παράδειγμα: Πύργος -> Πύργιοι -> Πυργιώτες,  Χίος -> Χίοι -> Χιώτες,  Νάξος -> Νάξιοι -> Ναξιώτες κ.λ.π.

Περαιτέρω, απο το τριτόκλιτο Φιγαλεύ-ς (γενική: Φιγαλεύ-ως _ Φιγαλέως, με αποβολή του υ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα) προήλθε και η δεύτερη ονομασία της Φιγαλίας, Φιγάλεια, ως εξής: Θέμα Φιγαλεύ + κατάληξη ια - Φιγαλέ-ια (με αποβολή του υ) και τελικά: Φιγάλεια, με αναβιβασμό του τόνου, κατά τα ισχύοντα στα παράγωγα ουσιαστικά σε -εια από άλλα ουσιαστικά τριτόκλιτα ή δευτερόκλιτα, όπως: Αιγιαλεύς - Αιγιάλεια, Μαντινεύς - Μαντίνεια, Ηρακλής - Ηράκλεια, Αμφικλής - Αμφίκλεια,  Δέκελος - Δεκέλεια, Άτταλος - Αττάλεια, Αλέξανδρος - Αλεξάνδρεια, Φιλάδελφος - Φιλαδέλφεια, κ.ο.κ.

Έτσι, επικράτησαν και εδώ δύο παράλληλες ονομασίες: Φίγαλος, ο -> Φιγαλία και Φιγάλεια, όπως και: Ακάδημος, ο -> Ακαδημία και Ακαδήμεια (φιλοσοφική Σχολή του Πλάτωνα και η γύρω περιοχή) και: Δικαίαρχος, ο -> Δικαιαρχία και Δίκαιάρχεια (ελληνική πόλη -αποικία του 6ου αι. π.Χ. στην Καμπανία της Ιταλίας).

Σύμφωνα με μιαν άλλη θρυλούμενη ετυμολογία, που αποτελεί αναγωγη στις αρχέγονες ρίζες των λέξεων Φιγαλία και Φίγαλος, αλλά που δεν μαρτυρείται λεξικογραφικά, υπάρχει και ο τύπος Φυγαλία(3), με υ στην αρχική συλλαβή και ι στην παραλήγουσα. Η λέξη αυτή είναι σύνθετη με

πρώτο συνθετικό το θέμα φυγ- του αορίστου β': έ-φυγ-ον του ρήματος φεύγω και δεύτερο συνθετικό τη λέξη αλς (γενική αλός) = η θάλασσα. Άρα, με αυτή την ετυμολογική ερμηνεία Φυγαλία (και με πιθανή φωνητική μετεξέλιξη του υ σε ι: Φιγαλία) σήμαινε "τόπος εξόδου και φυγής προς τη θάλασσα", δηλαδή θαλασσινή διέξοδος από την υπόλοιπη αρκαδική ενδοχώρα. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι στην αρχαιότητα η Νέδα ήταν πλωτή για μικρά πλοιάρια στις εκβολές της, όπως μαρτυρούν τα σημάδια κρίκων για την πρόσδεση πλοιαρίων στα χωριά Μαρίνα (< λατινικό επίθετο marinus-a-um=θαλασσιvός) = Θαλασσινό χωριό, επίνειο της αρχαίας Φιγαλίας, και Στόμιο (πρώην Σμαρλίνα = Ελιότοπος). Βλέπε και Αγησίλαου Τσέλαλη «Ολυμπιακά», σελ. 229, 235, 249 και 291.

Η αρχική αυτή ετυμολογία δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά, ακόμη κι αν έτσι πορεύτηκε στο χρόνο η λέξη Φιγαλία, επειδή δεν ε­πιβεβαιώνεται κιόλας από τις γραπτές πηγές, θα πρέπει να θεωρηθεί εξεζητημένη (υποθετική, πιθανή, όχι βέβαιη).

Όσον αφορά, επίσης, τις ετήσιες Λυκαιατικές, αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις της Φιγαλίας, τον μήνα Αύγουστο κάθε έτους, ισχύουν οι παράλληλοι τύποι: (τα) Φιγάλια ή Φιγάλεια (με ι και ει αντίστοιχα στην παραλήγουσα). Ο πρώτος τύπος κατά το σχήμα: Φίγαλος - (τα) Φιγάλια, όπως: Διόνυσος - (τα) Διονύσια, Ισθμός - Ίσθμια, Πυθία - Πύθια, Δημήτηρ - Δημήτρια κ.ο.κ. Ο δεύτερος τύπος κατά το σχήμα: Φιγαλεύς - (τα) Φιγάλεια (<Φιγάλεια), αφού στην περίπτωση αυτή χαρακτήρας του θέματος είναι το ε και όχι το λ.

Οι τύποι, τέλος, Φιγαλιείς, γεν. Φιγαλιέων (με ι μετά το λ) είναι λανθα­σμένοι και ίσως μερικοί παρασύρονται από το ηχητικά παρεμφερές τριτόκλιτο ουσιαστικό: αλιείς, γεν. αλιέων ή και: Ερετριείς, γεν. Ερετριέων κλπ., όπου όμως το ι έχει θέση, γιατί αποτελεί τον χαρακτήρα του θέματος αυτών των ονομάτων, ενώ στη λέξη Φιγαλείς, γεν. Φιγαλέων, χαρακτήρας του θέματος είναι το λ και επομένως το ι μετά το λ δεν έχει καμιά θέση στη λέξη αυτή.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, καταλήγουμε στους τύπους:

• Φιγαλία: Όταν αναφερόμαστε στο ομώνυμο χωριό (Παύλιτσα), στη Νέα Φιγαλία (Ζούρτσα) και στο Δήμο Φιγαλίας.

• Φιγάλεια: Τον τύπο Φιγάλεια μπορούμε να τον χρησιμοποιούμε, όταν αναφερόμαστε στην αρχαία Φιγάλεια, με τον τόνο στην προπα­ραλήγουσα (τύπος Φιγαλεία με ει και τόνο στην παραλήγουσα δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει Δεκελεία αλλά Δεκέλεια, δεν υπάρχει Ατταλεία αλλά Αττάλεια κ.ο.κ.). Λέμε δηλαδή: η Αρχαία Φι­γάλεια, της Αρχαίας Φιγάλειας κλπ.

• Φιγαλείς (γενική: Φιγαλέων) και Φιγαλιώτες: Οι κάτοικοι της κοινό­τητας Φιγαλία (Παύλιτσα).

• (τα) Φιγάλια (από το Φίγαλος) ή (τα) Φιγάλεια (από το Φιγαλεύς): Οι αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του Λυκαίου όρους.

(1) Μεγάλη βέβαια ευθύνη για τη διάδοση της λανθασμένης γραφής "Επικούρειος", με -ει, είχε και ο συμπατριώτης μας Πετραλωνίτης δημοσιογράφος Τ.Μ. Ξύδης (1912-1968), μέσω της τοπικής του εφημερίδας "Επικούριος Απόλλων" (Το Επικούριος το έγραφε στην παραλήγουσα με -ει). Η εφημερίδα αυτή εκδιδόταν μεταξύ 1931-1941 στην Ανδρίτσαινα, μεταξύ 1946-1948 πάλι στην Ανδρίτσαινα και μεταξύ 1948-1968 στην Αθήνα. Στο χρονικό διάστημα 1941~1945 είχε διακοπεί η έκδοσή της, λόγω του πολέμου.

Η πολύχρονη έκδοση αυτής της εφημερίδας (επί 32 χρόνια), όπως ήταν φυσικό, έκανε μεγάλη "ζημιά" στην ορθογραφία του Επικούριου (Απόλλωνα). Ως Πετραλωνίτης κι εγώ, της μετά τον Ξύδη γενιάς, ένιωσα ηθικό και πνευματικό το χρέος να αποκαταστήσω το ορθογραφικό αυτό ολίσθημα με αδιαμφισβήτητα γλωσσικά και ιστορικά τεκμήρια.

(2) Η Αρκαδία στην αρχαιότητα περιελάμβανε το νότιο τμήμα του Νομού Ηλείας, το βόρειο τμήμα του Νομού Μεσσηνίας, ένα μικρό νότιο τμήμα του Νομού Αχαΐας και ολόκληρο σχεδόν το νομό Αρκαδίας. Στο κέντρο της αρχαίας αυτής Αρκαδίας υψωνόταν το όρος Λύκαιο.

(1) Φυγαλία: Από το επίθετο ο φυγάλιος, η φυγαλία, το φυγάλιον (= αυτός που φεύγει προς τη θάλασσα), όπως και: ο ενάλιος, η εναλία, το ενάλιον (= αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα) και: ο παράλιος, η παραλία, το παράλιον (= αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα). Βλέπε και Ευγενίας Β. Δεχεράνη «Το όρος Λύκαιο και οι αρχαίοι Αρκάδες», σελ. 194-195.

Διαδρομές ... για Φιγάλεια

Διαδρομές απο Μεγαλόπολη για Φιγαλεία και Βάσσαι
                   "Αρχαίες Πόλεις Της Αρκαδίας"
Από τη Μεγαλόπολη ξεκινούσαν δρόμοι που οδηγούσαν σε όλες τις πόλεις στο εσωτερικό της Αρκαδίας αλλά και στις πόλεις των Ηλείων, Μεσσηνίων, Λακεδαιμονίων κλπ. Στη δυτική πλευρά υπήρχε δρόμος που οδηγούσε στη Φιγαλία. Περνούσες πρώτα τον Αλφειό, σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων, και δύο στάδια μετά συναντούσες την πόλη Μακαρτές και εφτά στάδια μετά την πόλη Δασεές. Επτά στάδια ακόμη και έφτανες στον Ακακήσιο λόφο στους πρόποδες του οποίου ήταν η πόλη Ακακήσιον. Οι Αρκάδες πίστευαν ότι εδώ μεγάλωσε ο Ερμής και ότι ο Άκακος, γιός του Λυκάονος και ιδρυτής της πόλης ήταν θετός του πατέρας. Στο λόφο υπήρχε ένα πέτρινο άγαλμα του Ακακησίου Ερμή. Τέσσερα στάδια από το Ακακήσιον ήταν το ιερό της Δεσποίνης και ο ναός της Ηγεμόνης Αρτέμιδος και χάλκινο άγαλμα της θεάς που κρετάει δάδες. Καθώς προχωρούσες προς το ναό συναντούσες μια στοά στα δεξιά και πάνω στο τοίχο σε λευκό μάρμαρο, ήταν σκαλισμένες οι Μοίρες και ο Ζεύς Μοιράγετης. Σε ένα άλλο ανάγλυφο, παριστάνετο η πάλη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Ηρακλή, ποιός θα αποσπάσει από τον άλλον τον ιερό τρίποδα των Δελφών, που ο Ηρακλής είχε αρπάξει φεύγοντας, επειδή η Πυθία αρνήθηκε να του δώσει χρησμό. Σε ένα τρίτο ανάγλυφο παριστάνοντο νύμφες και Πάνες και σε ένα τέταρτο ο ιστορικός Πολύβιος. Μπροστά στο ναό υπήρχαν βωμοί της Δήμητρας και της Δεσποίνης, - για την οποίαν οι Αρκάδες πίστευαν ότι ήταν κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας – και ένας τρίτος της Μεγάλης Μητρός, τα αγάλματα της Δήμητρας και ττης Δεσποίνης είναι έργα του Δημοφώντα. Η Δήμητρα κρατάει στο δεξί της χέρι δάδα και με το αριστερό ακουμπάει τη Δέσποινα, που έχει στα γονατά της ένα σκήπτρο και την κύστην που την κρατάει με το δεξί της χέρι. Δίπλα στη Δήμητρα είναι η Άρτεμις που φοράει δέρμα ελάφου και έχει φαρέτρα στον ώμο. Στο ένα χέρι κρατάει λαμπάδα και στο άλλο φίδια. Δίπλα στη Δέσποινα στέκεται ο Τιτάνας Άνυτας.

Είναι αυτός που ανάθρεψε την Δέσποινα. Δίπλα στη δεξιά του ναού της Δεσποίνης ήταν το μέγαρο όπου οι Αρκάδες τελούσαν μυστήρια και θυσίες στη Θεά με πολλά και πλούσια σφάγια. Πέρα από το μέγαρο ήταν το ιερό άλσος της Δεσποίνης που περιβάλετο από πέτρινο τοίχο. Πέρα από το άλσος υπήρχε βωμός του Ιππίου Ποσειδώνος και άλλος κοινός όλων των θεών. Υπήρχε και μία σκάλα που οδηγούσε σε ένα ιερό του Πανός. Εκεί υπήρχε βωμός του Άρη, άγαλμα της Αφροδίτης και ξόανο του Απόλλωνα και της Αθηνάς. Στο άλσος υπήρχαν δένδρα και αναμεσά τους μία ρίζα στην οποία φύτρωναν μία ελιά και μία βελανιδιά, που δεν ήταν ανθρώπινο δημιούργημα. Λίγο πιο πάνω συναντούσες τον περίβολο του τείχους της Λυκόσουρας. Την πόλη είχε κτίσει ο ίδιος ο Λυκάων και ήταν η πρώτη πόλη που αντίκρυσε ποτέ ο ήλιος και απ’ αυτήν έμαθαν οι άνθρωποι να κτίζουν πόλεις. Πάνω από τη Λυκόσουρα είναι το όρος Λύκαιον που οι Αρκάδες το έλεγαν και Όλυμπο και ισχυρίζοντο ότι εκεί γεννήθηκε ο Δίας σε μια τοποθεσία που λεγόταν Κρητέα και όχι στη νήσο Κρήτη. Τον φρόντιζαν δε οι νύμφες Θεισόα, Αγνώ και Νέδα. Στο Λύκαιο υπήρχε τέμενος του Λυκαίου Διός, ιερό του Πανός, ιππόδρομος κα στάδιον όπου ετελούντο τα Λύκαια, αγώνες που είχε θεσπίσει ο Λυκάων. Στην ανατολική πλευρά του όρους υπήρχε ιερό του Παρρασίου Απόλλωνος. Προς βοράν ήταν πόλη Θεισόα. Νοτιοδυτικά της Λυκόσουρας ήταν τα όρη Νόμια, που τα ονόμαζαν έτσι επειδή εκεί ήσαν οι νομές του Πανός, και υπήρχε ιερό του Νομίου Πανός. Το μέρος εκεί το έλεγαν Μέλπεια επειδή εκεί ανακάλυψε ο θεός τη μουσική των αυλών. Δυτικά της Λυκόσουρας ήταν ο ποταμός Πλατανιστών. Για να πάς στην Φιγαλία περνούσες το ποτάμι και μετά από αρκετή απόσταση έφτανες στη Φιγαλία την πόλη την ίδρυσε ο Φίγαλος, γιός του Λυκάονα. Ήταν κτισμένη σε ύψωμα με τείχη κτισμένα πάνω σε γκρεμούς αλλά το έδαφος στην πόλη ήταν επίπεδο. Υπήρχε αγορά και γυμναστήριο. Υπήρχαν ακόμη ιερό της Σωτείρας Αρτέμιδος και άγαλμα της θεάς από πέτρα, και ναός του Διονύσου Ακρατοφόρου. Στο γυμναστήριο υπήρχε άγαλμα του Ερμή και στην αγορά ανδριάντας του Αρραχίωνα. Αυτός ο Αρραχίων είχε κερδίσει δύο ολυμπιακές νίκες στο παγκράτιο και μια τρίτη στην πεντικοστή τέταρτη Ολυμπιάδα. Σ’ αυτήν όμως στεφανώθηκε νικητής νεκρός, γιατί καθώς αγωνιζόταν στον τελευταίο αγώνα για τον κότινο ο αντίπαλος του τον έζωσε με τα πόδια του ενώ συγχρόνως του έσφιγγε με τα χέρια τον τράχηλο. Και ο Αρραχίων όμως πρόλαβε καιτ του έσπασε ένα δάχτυλο του ποδιού πράγμα που έκανε τον αντίπαλλό του να εγαταλείψει τον αγώνα. Ακριβώς όμως την ίδια στιγμή ο Αρραχίων ξεψυχούσε. Οι ελλανοδίκες όμως ανακήρυξαν αυτόν νικητή. Στην αγορά υπήρχε επίσης το πολυάνδριον των εκατό Ορεσθασίων που εθελοντικά προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τους Φιγαλείς να διώξουν από την πόλη τους τους Λακεδαιμονίους που την είχαν καταλάβει, παρόλο που ήξεραν ότι θα σκοωθούν. Οι Φιγαλείς είχαν ζητήσει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, αν θα γυρίσουν στην πόλη τους. Ο Θεός απήντησε ότι αυτό θα γινόταν μόνο αν έπαιρναν μαζί τους εκατό Ορεσθασίους, οι οποίοι όμως θα έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Οι Φιγαλείς τους τίμησαν με κοινό τάφο στην αγορά και τους προσέφεραν κάθε χρόνο τιμές και θυσίες ηρώων. Το ορεσθάσιον ήταν μία πόλη νοτιοδυτικά της Μεγαλόπολης, ιδρυμένη από τον Ορεσθέα γιό του Λυκάονος. Αργότερα πήρε το όνομα Ορέστειον από τον Ορέστη του Αγαμέμνωνος που περιπλανήθηκε σε αυτά τα μέρη, μετά τον φόνο της μητέρας του. Υπήρχε ιερό της Ιέρειας Αρτέμιδος.

Δίπλα και δυτικά της πόλης κυλούσε ο ποταμός Λύμαξ που χύνεται στη Νέδα, το ποτάμι πήρε αυτό το όνομα επειδή εκεί οι νύμφες καθάρισαν τη Ρέα όταν γέννησε τον Δία και πέταξαν τις ακαθαρσίες – τα λύματα – στο ποτάμι. Στο σημείο που το ποτάμι περνούσε πιο κοντά στην πόλη, εκεί οι νέοι που περνούσαν από την εφηβεία στον ανδρισμό, έκοβαν τα μαλλιά τους και τα αφιέρωναν στον ποταμό. Στο σημείο που το ποτάμι χυνόταν στη Νέδα ήταν το ιερό της Ευρυνόμης με ξόανο της θεάς, που παριστάνεται γυναίκα μέχρι τους γλουτούς, και από κεί και κάτω ψάρι. Οι νεώτεροι Φιιγαλείς θεωρούσαν το «Ευρύνομη» επώνυμο της Άρτεμης. Οι παλαιώτερες όμως παραδόσεις των, θέλουν τη θεά κόρη του Ωκεανού. Ο Όμηρος τη θέλει να ζεί στα βάθη του Ωκεανού (Σ 398) και να προϋπάρχει του Ολυμπιακού πανθέου και να είναι αυτή δημιουργός των πάντων. Μετά την επικράτηση όμως των Ολυμίων, η θεά, όπως και άλλες προγενέστερες θεότητες, υποβαθμίστηκε σαν ερωμένη του νέου κυρίαρχου, να γεννά απ’ αυτόν τις τρείς χάριτες. Όπως και νάχει η νεώτερη δοξασία ότι το «Ευρυνώμη» είναι προσωνυμία της Αρτέμιδος δεν ταιριάζει με την εικόνα της θεάς γυναίκα – ψάρι, ενώ τη δικαιολογεί η παράδοση, ότι είναι κόρη του Ωκεανού και ζεί στα βάθη της θάλασσας.

Σε απόσταση σαράντα σταδίων, βορειοανατολικά της Φιγαλείας ήταν το όρος Κωτίλιον. Πάνω στο βουνό, σε μια τοποθεσία που λεγόταν Βάσσαι υπήρχε ο ναός του ΕπικουρίουΑπόλλωνος κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από μάρμαρο, έργο του αρχιτέκτονα Ικτίνου. Ήταν ο λαμπρότερος ναός της Πελοποννήσου από άποψη συμμετρίας και καλαισθησίας μετά από το ναό της Τεγέας. Ο Θεός πήρε αυτό το όνομα επειδή προστάτεψε τους κατοίκους σε μια περίοδο λοιμικής. Πέρα από το ναό του Απόλλωνος ήταν το Κώτιλο και εκεί υπήρχε ναός και άγαλμα της Αφροδίτης.

Τριάντα περίπου στάδια, δυτικά της Φιγαλίας ήταν το όρος Ελάιον. Εκεί ήταν το ιερό σπήλαιο της Δήμητρας Μελαίνης. Η θεά πήρε το όνομα, γιατί οργισμένη από το πάθημα της με τον Ποσειδώνα αλλά και πενθούσα για τη χαμένη κόρη της φόρεσε μαύρα και κρύφτηκε για πολύ καιρό σ’ αυτό το σπήλαιο, με δυσμενείς συνέπειες στην καρποφορία της γής. Τη βρήκε ο Πάν που το είπε στο Δία. Αυτός έστειλε τις Μοίρες που την έπεισαν να βγεί από το σπήλαιο. Οι Φιγαλείς θεώρησαν το σπήλαιο ιερό και τοποθέτησαν σ’ αυτό ένα ξύλινο άγαλμα που παρουσίαζε τη θεά καθισμένη σ’ ένα βράχο. Το σώμα της ήταν σώμα γυναίκας είχε όμως κεφάλι και χαίτη αλόγου, απ’ όπου φύτρωναν φίδια. Ήταν ντυμένη με χιτώνα που την κάλυπτε μέχρι τα πόδια. Στο ένα χέρι κρατούσε περιστέρι, στο άλλο δελφίνι. Το άγαλμα αυτό καταστράφηκε από φωτιά. Αυτό είχε συνέπεια, να αμελίσουν οι Φιγαλείς τη λατρεία της Θεάς όσπου η γη σταμάτησε να καρπίζει. Ο χρησμός που πήραν από την Πυθία τους αποκάλυψε, όχι μόνο το λόγο της ακαρπίας, αλλά ότι θα ακολουθούσαν ακόμη χειρότερα, μέχρι αλληλοφάγωμα αν δεν αρχίσουν να απονέμουν στη Θεά μεγαλύτερες τιμές. Ζήτησαν από τον Αιγίτη χαλκοπλάστη Ονάτα να τους φτιάξει ένα χάλκινο άγαλμα. Και αυτός το έφτιαξε, βασιζόμενος είτε σε ζωγραφιά που είδε, είτε σε αντίγραφο είτε σε όραμα που είδε στον ύπνο του. Και το άγαλμα αυτό χάθηκε καθώς συνετρίβει από πέτρες που έπεσαν από την οροφή του ιερού.

Παυσανία Ελλάδος περιήγησις / Αρκαδικά




Ελλάδος περιήγησις/Αρκαδικά

              "ΒΙΚΙΘΗΚΗ"

.................
XXXIX. παρὰ δὲ τὴν Λυκόσουραν ὡς ἐπὶ ἡλίου δυσμὰς ποταμὸς Πλατανιστὼν παρέξεισιν: ἀνδρὶ δὲ ἰόντι ἐς Φιγαλίαν ἀνάγκη πᾶσα διαβῆναι τὸν Πλατανιστῶνα, μετὰ δὲ αὐτόν ἐστιν ἄνοδος ὅσον τε σταδίους τριάκοντα ἢ πλείους τῶν τριάκοντα οὐ πολλῷ. [2] τὰ δὲ ἐς τὸν Λυκάονος Φίγαλον--οὗτος γὰρ δὴ τῇ πόλει τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐγένετο οἰκιστής--καὶ ὡς μετέβαλεν ἀνὰ χρόνον ἀπὸ Φιάλου Βουκολίωνος τὸ ὄνομα ἡ πόλις καὶ αὖθις [τε] ἀνεσώσατο τὸ ἀρχαῖον, τόδε μὲν καὶ πρότερον ἔτι ἐσήμαινεν ἡμῖν ὁ λόγος: λέγεται δὲ καὶ ἄλλα οὐκ ἀξιόχρεα ἐς πίστιν, ἄνδρα αὐτόχθονα εἶναι τὸν Φίγαλον καὶ οὐ Λυκάονος παῖδα: τοῖς δὲ εἰρημένον ἐστὶν ὡς ἡ Φιγαλία νύμφη τῶν καλουμένων εἴη Δρυάδων. [3] Λακεδαιμόνιοι δὲ ἡνίκα Ἀρκάσιν ἐπεχείρησαν καὶ ἐσέβαλον ἐς τὴν Φιγαλίαν στρατιᾷ, μάχῃ τε νικῶσι τοὺς ἐπιχωρίους καὶ ἐπολιόρκουν προσκαθεζόμενοι: κινδυνεύοντος δὲ ἁλῶναι τοῦ τείχους ἐκδιδράσκουσιν οἱ Φιγαλεῖς, ἢ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι σφᾶς ἀφιᾶσιν ἐξελθεῖν ὑποσπόνδους. ἐγένετο δὲ ἡ τῆς Φιγαλίας ἅλωσις καὶ Φιγαλέων ἡ ἐξ αὐτῆς φυγὴ Μιλτιάδου μὲν Ἀθήνῃσιν ἄρχοντος, δευτέρῳ δὲ ἔτει τῆς τριακοστῆς Ὀλυμπιάδος, ἣν Χίονις Λάκων ἐνίκα τὸ τρίτον. [4] Φιγαλέων δὲ τοῖς διαπεφευγόσιν ἔδοξεν ἀφικομένοις ἐς Δελφοὺς ἐρωτᾶν ὑπὲρ καθόδου τὸν θεόν: καί σφισιν ἡ Πυθία καθ' αὑτοὺς μὲν πειρωμένοις ἐς Φιγαλίαν κατελθεῖν οὐχ ὁρᾶν ἔφη κάθοδον, εἰ δὲ λογάδας ἑκατὸν ἐξ Ὀρεσθασίου προσλάβοιεν, τοὺς μὲν ἀποθανεῖσθαι παρὰ τὴν μάχην, Φιγαλεῦσι δὲ ἔσεσθαι δι' αὐτῶν κάθοδον. Ὀρεσθάσιοι δὲ ὡς τὴν γενομένην τοῖς Φιγαλεῦσιν ἐπύθοντο μαντείαν, ἄλλος ἔφθανεν ἄλλον σπουδῇ λογάδων τε τῶν ἑκατὸν αὐτὸς ἕκαστος γενέσθαι καὶ ἐξόδου τῆς ἐς Φιγαλίαν μετασχεῖν. [5] παρελθόντες δὲ ἐπὶ τὴν Λακεδαιμονίων φρουρὰν ἄγουσιν ἐς πάντα ἐπὶ τέλος τὸν χρησμόν: καὶ γὰρ αὐτοῖς λόγου μαχεσαμένοις ἀξίως ἐπεγένετο ἡ τελευτὴ καὶ ἐξελάσαντες τοὺς Σπαρτιάτας παρέσχον Φιγαλεῦσιν ἀπολαβεῖν τὴν πατρίδα.

κεῖται δὲ ἡ Φιγαλία ἐπὶ μετεώρου μὲν καὶ ἀποτόμου <τὰ> πλέονα, καὶ ἐπὶ τῶν κρημνῶν ᾠκοδομημένα ἐστὶ τείχη σφίσιν: ἀνελθόντι δὲ ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος ἤδη καὶ ἐπίπεδος. ἔστι δὲ Σωτείρας τε ἱερὸν ἐνταῦθα Ἀρτέμιδος καὶ ἄγαλμα ὀρθὸν λίθου: ἐκ τούτου δὲ τοῦ ἱεροῦ καὶ τὰς πομπάς σφισι πέμπειν κατέστη. [6] ἐν δὲ τῷ γυμνασίῳ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ ἀμπεχομένῳ μὲν ἔοικεν ἱμάτιον, καταλήγει δὲ οὐκ ἐς πόδας, ἀλλὰ ἐς τὸ τετράγωνον σχῆμα. πεποίηται δὲ καὶ Διονύσου ναός: ἐπίκλησις μέν ἐστιν αὐτῷ παρὰ τῶν ἐπιχωρίων Ἀκρατοφόρος, τὰ κάτω δὲ οὐκ ἔστι σύνοπτα τοῦ ἀγάλματος ὑπὸ δάφνης τε φύλλων καὶ κισσῶν. ὁπόσον δὲ αὐτοῦ καθορᾶν ἔστιν, ἐπαλήλιπται Κιννάβαρι ἐκλάμπειν: εὑρίσκεσθαι δὲ ὑπὸ τῶν Ἰβήρων ὁμοῦ τῷ χρυσῷ λέγεται.

XL. Φιγαλεῦσι δὲ ἀνδριάς ἐστιν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς Ἀρ<ρα>χίωνος τοῦ παγκρατιαστοῦ, τά τε ἄλλα ἀρχαῖος καὶ οὐχ ἥκιστα ἐπὶ τῷ σχήματι: οὐ διεστᾶσι μὲν πολὺ οἱ πόδες, καθεῖνται δὲ παρὰ πλευρὰν αἱ χεῖρες ἄχρι τῶν γλουτῶν. πεποίηται μὲν δὴ ἡ εἰκὼν λίθου, λέγουσι δὲ καὶ ἐπίγραμμα ἐπ' αὐτὴν γραφῆναι: καὶ τοῦτο μὲν ἠφάνιστο ὑπὸ τοῦ χρόνου, τῷ δὲ Ἀῤῥαχίωνι ἐγένοντο Ὀλυμπικαὶ νῖκαι δύο μὲν Ὀλυμπιάσι ταῖς πρὸ τῆς τετάρτης καὶ πεντηκοστῆς, ἐγένετο δὲ καὶ ἐν αὐτῇ σὺν δικαίῳ τε ἐκ τῶν Ἑλλανοδικῶν καὶ Ἀῤῥαχίωνος αὐτοῦ τῇ ἀρετῇ. [2] ὡς γὰρ δὴ πρὸς τὸν καταλειπόμενον ἔτι τῶν ἀνταγωνιστῶν ἐμάχετο ὑπὲρ τοῦ κοτίνου, ὁ μὲν προέλαβεν ὅστις δὴ ὁ ἀνταγωνιζόμενος καὶ τοῖς ποσὶ τὸν Ἀῤῥαχίωνα εἶχεν ἐζωκὼς καὶ τὸν τράχηλον ἐπίεζεν ἅμα αὐτοῦ ταῖς χερσίν: ὁ δὲ Ἀῤῥαχίων ἐκκλᾷ τῶν ἐν τῷ ποδὶ τοῦ ἀνταγωνιζομένου δάκτυλον, καὶ Ἀῤῥαχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀῤῥαχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν καιρὸν ἀπαγορεύει τὸν αὐτόν. Ἠλεῖοι δὲ ἐστεφάνωσάν τε καὶ ἀνηγόρευσαν νικῶντα τοῦ Ἀῤῥαχίωνος τὸν νεκρόν. [3] ἐοικὸς δὲ καὶ Ἀργείους οἶδα ἐπὶ Κρεύγᾳ ποιήσαντας Ἐπιδαμνίῳ πύκτῃ: καὶ γὰρ Ἀργεῖοι τεθνεῶτι ἔδοσαν τῷ Κρεύγᾳ τῶν Νεμείων τὸν στέφανον, ὅτι ὁ πρὸς αὐτὸν μαχόμενος Δαμόξενος Συρακόσιος παρέβη τὰ ὡμολογημένα σφίσιν ἐς ἀλλήλους. ἐφήξειν μὲν γὰρ ἔμελλεν ἑσπέρα πυκτεύουσιν αὐτοῖς, συνέθεντο δὲ ἐς ἐπήκοον ἀνὰ μέρος τὸν ἕτερον ὑποσχεῖν αὐτῶν τῷ ἑτέρῳ πληγήν. τοῖς δὲ πυκτεύουσιν οὐκ ἦν πω τηνικαῦτα ἱμὰς ὀξὺς ἐπὶ τῷ καρπῷ τῆς χειρὸς ἑκατέρας, ἀλλὰ ταῖς μειλίχαις ἔτι ἐπύκτευον, ὑπὸ τὸ κοῖλον δέοντες τῆς χειρός, ἵνα οἱ δάκτυλοί σφισιν ἀπολείπωνται γυμνοί: αἱ δὲ ἐκ βοέας ὠμῆς ἱμάντες λεπτοὶ τρόπον τινὰ ἀρχαῖον πεπλεγμένοι δι' ἀλλήλων ἦσαν αἱ μειλίχαι. [4] τότε οὖν ὁ μὲν τὴν πληγὴν ἀφῆκεν ἐς τοῦ Δαμοξένου τὴν κεφαλήν: ὁ δὲ ἀνασχεῖν τὴν χεῖρα ὁ Δαμόξενος ἐκέλευσε τὸν Κρεύγαν, ἀνασχόντος δὲ παίει τοῖς δακτύλοις ὀρθοῖς ὑπὸ τὴν πλευράν, ὑπὸ δὲ ἀκμῆς τε τῶν ὀνύχων καὶ βίας τῆς πληγῆς τὴν χεῖρα ἐς τὸ ἐντὸς καθεὶς καὶ ἐπιλαβόμενος τῶν σπλάγχνων ἐς τὸ ἐκτὸς ἕλκων ἀπέῤῥηξε. [5] καὶ ὁ μὲν τὴν ψυχὴν αὐτίκα ὁ Κρεύγας ἀφίησιν, οἱ δὲ Ἀργεῖοι τὸν Δαμόξενον ἅτε τὰ συγκείμενα ὑπερβάντα καὶ ἀντὶ μιᾶς κεχρημένον πολλαῖς ἐς τὸν ἀντίπαλον ταῖς πληγαῖς ἐξελαύνουσι, τῷ Κρεύγᾳ δὲ τὴν νίκην τεθνεῶτι ἔδοσαν καὶ ἐποιήσαντο εἰκόνα ἐν Ἄργει: καὶ ἐς ἐμὲ ἔκειτο ἐν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Λυκίου.

XLI. Φιγαλεῦσι δὲ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ πολυάνδριον τῶν λογάδων τῶν Ὀρεσθασίων ἐστί, καὶ ὡς ἥρωσιν αὐτοῖς ἐναγίζουσιν ἀνὰ πᾶν ἔτος. [2] ποταμὸς δὲ ὁ καλούμενος Λύμαξ ἐκδίδωσι μὲν ἐς τὴν Νέδαν παρ' αὐτὴν ῥέων Φιγαλίαν, γενέσθαι δὲ τοὔνομά φασι τῷ ποταμῷ καθαρσίων τῶν Ῥέας ἕνεκα. ὡς γὰρ δὴ τεκοῦσαν τὸν Δία ἐκάθηραν ἐπὶ ταῖς ὠδῖσιν αἱ Νύμφαι, τὰ καθάρματα ἐς τοῦτον ἐμβάλλουσι τὸν ποταμόν: ὠνόμαζον δὲ ἄρα οἱ ἀρχαῖοι αὐτὰ λύματα. μαρτυρεῖ δὲ καὶ Ὅμηρος, ἀπολυμαίνεσθαί τε ἐπὶ λύσει τοῦ λοιμοῦ τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐμβάλλειν τὰ λύματα εἰπὼν σφᾶς ἐς θάλασσαν. [3] εἰσὶ δὲ αἱ πηγαὶ τῆς Νέδας ἐν ὄρει τῷ Κεραυσίῳ: τοῦ Λυκαίου δὲ μοῖρά ἐστι. καθότι ἐγγύτατα ἡ Νέδα Φιγαλέων τῆς πόλεως γίνεται, κατὰ τοῦτο οἱ Φιγαλέων παῖδες ἀποκείρονται τῷ ποταμῷ τὰς κόμας: τὰ πρὸς θαλάσσῃ καὶ ἀναπλεῖται ναυσὶν οὐ μεγάλαις ἡ Νέδα. ποταμῶν δὲ ὁπόσους ἴσμεν Μαίανδρος μὲν σκολιῷ μάλιστα κάτεισι τῷ ῥεύματι, ἔς τε τὸ ἄνω καμπὰς καὶ αὖθις ἐπιστροφὰς παρεχόμενος πλείστας: δεύτερα δὲ ἑλιγμῶν γε ἕνεκα φέροιτο ἂν ἡ Νέδα.

[4] σταδίοις δὲ ὅσον δώδεκα ἀνωτέρω Φιγαλίας θερμά τέ ἐστι λουτρὰ καὶ τούτων οὐ πόῤῥω κάτεισιν ὁ Λύμαξ ἐς τὴν Νέδαν: ᾗ δὲ συμβάλλουσι τὰ ῥεύματα, ἔστι τῆς Εὐρυνόμης τὸ ἱερόν, ἅγιόν τε ἐκ παλαιοῦ καὶ ὑπὸ τραχύτητος τοῦ χωρίου δυσπρόσοδον: περὶ αὐτὸ καὶ κυπάρισσοι πεφύκασι πολλαί τε καὶ ἀλλήλαις συνεχεῖς. [5] τὴν δὲ Εὐρυνόμην ὁ μὲν τῶν Φιγαλέων δῆμος ἐπίκλησιν εἶναι πεπίστευκεν Ἀρτέμιδος: ὅσοι δὲ αὐτῶν παρειλήφασιν ὑπομνήματα ἀρχαῖα, θυγατέρα Ὠκεανοῦ φασιν εἶναι τὴν Εὐρυνόμην, ἧς δὴ καὶ Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι ἐποιήσατο μνήμην ὡς ὁμοῦ Θέτιδι ὑποδέξαιτο Ἥφαιστον. ἡμέρᾳ δὲ τῇ αὐτῇ κατὰ ἔτος ἕκαστον τὸ ἱερὸν ἀνοιγνύουσι τῆς Εὐρυνόμης, τὸν δὲ ἄλλον χρόνον οὔ σφισιν ἀνοιγνύναι καθέστηκε: [6] τηνικαῦτα δὲ καὶ θυσίας δημοσίᾳ τε καὶ ἰδιῶται θύουσιν. ἀφικέσθαι μὲν δή μοι τῆς ἑορτῆς οὐκ ἐξεγένετο ἐς καιρὸν οὐδὲ τῆς Εὐρυνόμης τὸ ἄγαλμα εἶδον: τῶν Φιγαλέων ἤκουσα ὡς χρυσαῖ τε τὸ ξόανον συνδέουσιν ἁλύσεις καὶ εἰκὼν γυναικὸς τὰ ἄχρι τῶν γλουτῶν, τὸ ἀπὸ τούτου δέ ἐστιν ἰχθύς. θυγατρὶ μὲν δὴ Ὠκεανοῦ καὶ ἐν βυθῷ τῆς θαλάσσης ὁμοῦ Θέτιδι οἰκούσῃ παρέχοιτο ἄν τι ἐς γνώρισμα αὐτῆς ὁ ἰχθύς: Ἀρτέμιδι δὲ οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν μετά γε τοῦ εἰκότος λόγου μετείη τοιούτου σχήματος.

[7] περιέχεται δὲ ἡ Φιγαλία ὄρεσιν, ἐν ἀριστερᾷ μὲν ὑπὸ τοῦ καλουμένου Κωτιλίου, τὰ δὲ ἐς δεξιὰν ἕτερον προβεβλημένον ἐστὶν αὐτῆς ὄρος τὸ Ἐλάιον. ἀπέχει δὲ τῆς πόλεως ἐς τεσσαράκοντα τὸ Κωτίλιον μάλιστα σταδίους: ἐν δὲ [τῷ] αὐτῷ χωρίον τέ ἐστι καλούμενον Βᾶσσαι καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἐπικουρίου, λίθου καὶ αὐτὸς ὄροφος. [8] ναῶν δὲ ὅσοι Πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τὸν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἂν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας ἕνεκα. τὸ δὲ ὄνομα ἐγένετο τῷ Ἀπόλλωνι ἐπικουρήσαντι ἐπὶ νόσῳ λοιμώδει, καθότι καὶ παρὰ Ἀθηναίοις ἐπωνυμίαν ἔλαβεν Ἀλεξίκακος ἀποτρέψας καὶ τούτοις τὴν νόσον. [9] ἔπαυσε δὲ ὑπὸ τὸν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων πόλεμον καὶ τοὺς Φιγαλέας καὶ οὐκ ἐν ἑτέρῳ καιρῷ: μαρτύρια δὲ αἵ τε ἐπικλήσεις ἀμφότεραι τοῦ Ἀπόλλωνος ἐοικός τι ὑποσημαίνουσαι καὶ Ἰκτῖνος ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ ἐν Φιγαλίᾳ ναοῦ γεγονὼς τῇ ἡλικίᾳ κατὰ Περικλέα καὶ Ἀθηναίοις τὸν Παρθενῶνα καλούμενον κατασκευάσας. ἐδίδαξε δὲ ὁ λόγος ἤδη μοι τὸ ἄγαλμα εἶναι τοῦ Ἀπόλλωνος Μεγαλοπολιτῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ.

[10] ἔστι δὲ ὕδατος ἐν τῷ ὄρει τῷ Κωτιλίῳ πηγή, καὶ ὅπου συνέγραψεν ἤδη τις ἀπὸ ταύτης τῷ ποταμῷ τὸ ῥεῦμα τῷ Λύμακι ἄρχεσθαι, συνέγραψεν οὔτε αὐτὸς θεασάμενος οὔτε ἀνδρὸς ἀκοὴν ἰδόντος: ἃ καὶ ἀμφότερα παρῆσαν ἐμοί: τὸ μὲν ποταμοῦ ῥεῦμα ὂν ἑωρῶμεν, τῆς δὲ ἐν τῷ Κωτιλίῳ πηγῆς οὐκ ἐπὶ πολὺ

ἐξικνούμενον τὸ ὕδωρ ἀλλὰ ἐντὸς ὀλίγου παντάπασιν ἀφανὲς γινόμενον. οὐ μὴν οὐδὲ ὅπου τῆς Ἀρκάδων ἐστὶν ἡ πηγὴ τῷ Λύμακι, ἐπῆλθε πολυπραγμονῆσαί μοι. ἔστι δὲ ὑπὲρ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἐπικουρίου Κώτιλον μὲν ἐπίκλησιν, Ἀφροδίτη δέ ἐστιν ἐν Κωτίλῳ: καὶ αὐτῇ [τε] ναός τε ἦν οὐκ ἔχων ἔτι ὄροφον καὶ ἄγαλμα ἐπεποίητο.

XLII. τὸ δὲ ἕτερον τῶν ὀρῶν τὸ Ἐλάιον ἀπωτέρω μὲν Φιγαλίας ὅσον τε σταδίοις τριάκοντά ἐστι, Δήμητρος δὲ ἄντρον αὐτόθι ἱερὸν ἐπίκλησιν Μελαίνης. ὅσα μὲν δὴ οἱ ἐν Θελπούσῃ λέγουσιν ἐς μῖξιν τὴν Ποσειδῶνός τε καὶ Δήμητρος, κατὰ ταὐτά σφισιν οἱ Φιγαλεῖς νομίζουσι, τεχθῆναι δὲ ὑπὸ τῆς Δήμητρος οἱ Φιγαλεῖς φασιν οὐχ ἵππον ἀλλὰ τὴν Δέσποιναν ἐπονομαζομένην ὑπὸ Ἀρκάδων: [2] τὸ δὲ ἀπὸ τούτου λέγουσι θυμῷ τε ἅμα ἐς τὸν Ποσειδῶνα αὐτὴν καὶ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης τῇ ἁρπαγῇ πένθει χρωμένην μέλαιναν ἐσθῆτα ἐνδῦναι καὶ ἐς τὸ σπήλαιον τοῦτο ἐλθοῦσαν ἐπὶ χρόνον ἀπεῖναι πολύν. ὡς δὲ ἐφθείρετο μὲν πάντα ὅσα ἡ γῆ τρέφει, τὸ δὲ ἀνθρώπων γένος καὶ ἐς πλέον ἀπώλλυτο ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, θεῶν μὲν ἄλλων ἠπίστατο ἄρα οὐδεὶς ἔνθα ἀπεκέκρυπτο ἡ Δημήτηρ, τὸν δὲ Πᾶνα ἐπιέναι μὲν [3] τὴν Ἀρκαδίαν καὶ ἄλλοτε αὐτὸν ἐν ἄλλῳ θηρεύειν τῶν ὀρῶν, ἀφικόμενον δὲ καὶ πρὸς τὸ Ἐλάιον κατοπτεῦσαι τὴν Δήμητρα σχήματός τε ὡς εἶχε καὶ ἐσθῆτα ἐνεδέδυτο ποίαν: πυθέσθαι δὴ τὸν Δία ταῦτα παρὰ τοῦ Πανὸς καὶ οὕτως ὑπ' αὐτοῦ πεμφθῆναι τὰς Μοίρας παρὰ τὴν Δήμητρα, τὴν δὲ πεισθῆναί τε ταῖς Μοίραις καὶ ἀποθέσθαι μὲν τὴν ὀργήν, ὑφεῖναι δὲ καὶ τῆς λύπης. σφᾶς δὲ ἀντὶ τούτων φασὶν οἱ Φιγαλεῖς τό τε σπήλαιον νομίσαι τοῦτο ἱερὸν Δήμητρος καὶ ἐς αὐτὸ ἄγαλμα ἀναθεῖναι ξύλου. [4] πεποιῆσθαι δὲ οὕτω σφίσι τὸ ἄγαλμα: καθέζεσθαι μὲν ἐπὶ πέτρᾳ, γυναικὶ δὲ ἐοικέναι τἄλλα πλὴν κεφαλήν: κεφαλὴν δὲ καὶ κόμην εἶχεν ἵππου, καὶ δρακόντων τε καὶ ἄλλων θηρίων εἰκόνες προσεπεφύκεσαν τῇ κεφαλῇ: χιτῶνα δὲ ἐνεδέδυτο καὶ ἄκρους τοὺς πόδας: δελφὶς δὲ ἐπὶ τῆς χειρὸς ἦν αὐτῇ, περιστερὰ δὲ ἡ ὄρνις ἐπὶ τῇ ἑτέρᾳ. ἐφ' ὅτῳ μὲν δὴ τὸ ξόανον ἐποιήσαντο οὕτως, ἀνδρὶ οὐκ ἀσυνέτῳ γνώμην ἀγαθῷ δὲ καὶ τὰ ἐς μνήμην δῆλά ἐστι: Μέλαιναν δὲ ἐπονομάσαι φασὶν αὐτήν, ὅτι καὶ ἡ θεὸς μέλαιναν τὴν ἐσθῆτα εἶχε. [5] τοῦτο μὲν δὴ τὸ ξόανον οὔτε ὅτου ποίημα ἦν οὔτε ἡ φλὸξ τρόπον ὅντινα ἐπέλαβεν αὐτό, μνημονεύουσιν: ἀφανισθέντος δὲ τοῦ ἀρχαίου Φιγαλεῖς οὔτε ἄγαλμα ἄλλο ἀπεδίδοσαν τῇ θεῷ καὶ ὁπόσα ἐς ἑορτὰς καὶ θυσίας τὰ πολλὰ δὴ παρῶπτό σφισιν, ἐς ὃ ἡ ἀκαρπία ἐπιλαμβάνει τὴν γῆν: καὶ ἱκετεύσασιν αὐτοῖς χρᾷ τάδε ἡ Πυθία:
[6] Ἀρκάδες Ἀζᾶνες βαλανηφάγοι, οἳ Φιγάλειαν
νάσσασθ', ἱππολεχοῦς Δῃοῦς κρυπτήριον ἄντρον,
ἥκετε πευσόμενοι λιμοῦ λύσιν ἀλγινόεντος,
μοῦνοι δὶς νομάδες, μοῦνοι πάλιν ἀγριοδαῖται.
Δῃὼ μέν σε ἔπαυσε νομῆς, Δῃὼ δὲ νομῆας
ἐκ δησισταχύων καὶ ἀναστοφάγων πάλι θῆκε,
νοσφισθεῖσα γέρα προτέρων τιμάς τε παλαιάς.
καί σ' ἀλληλοφάγον θήσει τάχα καὶ τεκνοδαίτην,
εἰ μὴ πανδήμοις λοιβαῖς χόλον ἱλάσσεσθε
σήραγγός τε μυχὸν θείαις κοσμήσετε τιμαῖς.

[7] ὡς δὲ οἱ Φιγαλεῖς ἀνακομισθὲν τὸ μάντευμα ἤκουσαν, τά τε ἄλλα ἐς πλέον τιμῆς ἢ τὰ πρότερα τὴν Δήμητρα ἦγον καὶ Ὀνάταν τὸν Μίκωνος Αἰγινήτην πείθουσιν ἐφ' ὅσῳ δὴ μισθῷ ποιῆσαί σφισιν ἄγαλμα Δήμητρος: τοῦ δὲ Ὀνάτα τούτου Περγαμηνοῖς ἐστιν Ἀπόλλων χαλκοῦς, θαῦμα ἐν τοῖς μάλιστα μεγέθους τε ἕνεκα καὶ ἐπὶ τῇ τέχνῃ. τότε δὴ ὁ ἀνὴρ οὗτος ἀνευρὼν γραφὴν ἢ μίμημα τοῦ ἀρχαίου ξοάνου--τὰ πλείω δέ, ὡς λέγεται, καὶ κατὰ ὀνειράτων ὄψιν--ἐποίησε χαλκοῦν Φιγαλεῦσιν ἄγαλμα, γενεαῖς μάλιστα ὕστερον τῆς ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐπιστρατείας τοῦ Μήδου. [8] μαρτυρεῖ δέ μοι τῷ λόγῳ: κατὰ γὰρ τὴν Ξέρξου διάβασιν ἐς τὴν Εὐρώπην Συρακουσῶν τε ἐτυράννει καὶ Σικελίας τῆς ἄλλης Γέλων ὁ Δεινομένους: ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Γέλων, ἐς Ἱέρωνα ἀδελφὸν Γέλωνος περιῆλθεν ἡ ἀρχή: Ἱέρωνος δὲ ἀποθανόντος πρότερον πρὶν ἢ τῷ Ὀλυμπίῳ Διὶ ἀναθεῖναι τὰ ἀναθήματα ἃ εὔξατο ἐπὶ τῶν ἵππων ταῖς νίκαις, οὕτω Δεινομένης ὁ Ἱέρωνος ἀπέδωκεν ὑπὲρ τοῦ πατρός. [9] Ὀνάτα καὶ ταῦτα ποιήματα, καὶ ἐπιγράμματα ἐν Ὀλυμπίᾳ, τὸ μὲν ὑπὲρ τοῦ ἀναθήματός ἐστιν αὐτῶν,
σόν ποτε νικήσας, Ζεῦ Ὀλύμπιε, σεμνὸν ἀγῶνα
τεθρίππῳ μὲν ἅπαξ, μουνοκέλητι δὲ δίς,
δῶρα Ἱέρων τάδε σοι ἐχαρίσσατο: παῖς δ' ἀνέθηκε

Δεινομένης πατρὸς μνῆμα Συρακοσίου: [10] τὸ δὲ ἕτερον λέγει τῶν ἐπιγραμμάτων:
υἱὸς με Μίκωνος Ὀνάτας ἐξετέλεσσεν,
νάσῳ ἐν Αἰγίνᾳ δώματα ναιετάων.

ἡ δὲ ἡλικία τοῦ Ὀνάτα κατὰ τὸν Ἀθηναῖον Ἡγίαν καὶ Ἀγελάδαν συμβαίνει τὸν Ἀργεῖον.

[11] ταύτης μάλιστα ἐγὼ τῆς Δήμητρος ἕνεκα ἐς Φιγαλίαν ἀφικόμην. καὶ ἔθυσα τῇ θεῷ, καθὰ καὶ οἱ ἐπιχώριοι νομίζουσιν, οὐδέν: τὰ δὲ ἀπὸ τῶν δένδρων τῶν ἡμέρων τά τε ἄλλα καὶ ἀμπέλου καρπὸν καὶ μελισσῶν τε κηρία καὶ ἐρίων τὰ μὴ ἐς ἐργασίαν πω ἥκοντα ἀλλὰ ἔτι ἀνάπλεα τοῦ οἰσύπου, ἃ τιθέασιν ἐπὶ τὸν βωμὸν ᾠκοδομημένον πρὸ τοῦ σπηλαίου, θέντες δὲ καταχέουσιν αὐτῶν ἔλαιον, ταῦτα ἰδιώταις τε ἀνδράσι καὶ ἀνὰ πᾶν ἔτος Φιγαλέων τῷ κοινῷ καθέστηκεν ἐς τὴν θυσίαν. [12] ἱέρεια δέ σφισίν ἐστιν ἡ δρῶσα, σὺν δὲ αὐτῇ καὶ τῶν ἱεροθυτῶν καλουμένων ὁ νεώτατος: οἱ δέ εἰσι τῶν ἀστῶν τρεῖς ἀριθμόν. ἔστι δὲ δρυῶν τε ἄλσος περὶ τὸ σπήλαιον καὶ ὕδωρ ψυχρὸν ἄνεισιν ἐκ τῆς γῆς. τὸ δὲ ἄγαλμα τὸ ὑπὸ τοῦ Ὀνάτα ποιηθὲν οὔτε ἦν κατ' ἐμὲ οὔτε εἰ ἐγένετο ἀρχὴν Φιγαλεῦσιν ἠπίσταντο οἱ πολλοί: [13] τῶν δὲ ἐντυχόντων ἡμῖν ἔλεγεν ὁ πρεσβύτατος γενεαῖς πρότερον τρισὶν ἢ κατ' αὐτὸν ἐμπεσεῖν ἐς τὸ ἄγαλμα ἐκ τοῦ ὀρόφου πέτρας, ὑπὸ τούτων δὲ καταγῆναι καὶ ἐς ἅπαν ἔφασκεν αὐτὸ ἀφανισθῆναι: καὶ ἔν γε τῷ ὀρόφῳ δῆλα καὶ ἡμῖν ἔτι ἦν, καθὰ ἀπεῤῥώγεσαν αἱ πέτραι. .......................







Δρόμοι του Παυσανία


Οι περιηγήσεις του Παυσανία στην αρχαία Ελλάδα:

Ο Παυσανίας υπήρξε μεγάλος Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος. Γεννήθηκε στη Λυδία και έζησε τα έτη 110 ή 120 μ.Χ. έως το 170 ή 180 μ.Χ. Έγραψε την «Περιήγηση της Ελλάδος», με πλουσιότατες περιγραφές, που αποτελούν ανεκτίμητο οδηγό των αρχαιολογικών ερευνών και ευρημάτων μέχρι και σήμερα. Ο διακεκριμένος ανθρωπολόγος και εμβριθής μελετητής, Sir James George Frazer (Glasgow 1854-Cambridge 1941), είπε ότι χωρίς τον Παυσανία ένα μεγάλο μέρος των αρχαίων ερειπίων της Ελλάδος θα ήταν ένας λαβύρινθος χωρίς νήμα, ένα αίνιγμα χωρίς λύση ("without him the ruins of Greece would, for the most part, be a labyrinth without a clue, a riddle without an answer"). Πριν από τις περιηγήσεις του στις περιοχές της αρχαίας Ελλάδος, ο Παυσανίας ταξίδεψε πολύ στη Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Μακεδονία, Ήπειρο, όπως και σε περιοχές της Ιταλίας.



Ο Παυσανίας περιηγήθηκε στην Ελλάδα κατά την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Η περιγραφή στην «Περιήγησή» του έχει τη μορφή περιοδείας που αρχίζει από την Αττική και είναι χωρισμένη σε δέκα βιβλία, αντίστοιχα προς τις ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου που περιγράφουν. Το πρώτο βιβλίο φαίνεται πως ολοκληρώθηκε μετά το 143 μ.Χ. και πριν το 161 μ.Χ. Στο έργο του δεν αναφέρονται γεγονότα μετά το 176 μ.Χ. Ο ακόλουθος χάρτης απεικονίζει σχηματικά τις περιοχές που καλύπτουν τα δέκα βιβλία της "Ελλάδος Περιήγησις".





Η αναφορά του Παυσανία σε κάθε μια από τις πόλεις αρχίζει με μια γενική έκθεση στην ιστορία της περιοχής. Η περιγραφική διήγησή του ακολουθεί μια τοπογραφική σειρά. Προβάλει μια φευγαλέα ματιά της καθημερινής ζωής, των τελετουργικών μυσταγωγιών, αναφέρει τα έθιμα των κατοίκων κατά των δεισιδαιμονιών και συχνά μας εισάγει στις παραδόσεις και τη λαογραφία. Τα εξέχοντα έργα τέχνης συνιστούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του. Εμπνευσμένος από τη δόξα της αρχαίας Ελλάδος, ο Παυσανίας είναι εξοικειωμένος στις περιγραφές των θρησκευτικών τελετών και της αρχιτεκτονικής της Ολυμπίας και των Δελφών.



.............................................



"Αρκαδικά" Παυσανία - Κεφ. 39

[1] Κοντά στη Λυκόσουρα, στα δυτικά, περνάει ένα ποτάμι Πλατανιστών που οπωσδήποτε πρέπει να το περάσει όποιος πηγαίνει στη Φιγαλία· μετά τον Πλατανιστώνα πρέπει ν' ανηφορίσει ως τριάντα στάδια η λίγο περισσότερα από τριάντα.

[2] Τα περί του γιου του Λυκάoνα Φίγαλο που ήταν ο πρώτος οικιστής της πόλης, καθώς και τα περί μετονομασίας της πόλης από το Φίαλο, γιο του Βουκολίωνα, και τα περί επαναφοράς του παλιού ονόματος τα έχω αναφέρει και πριν. Υπάρχουν και άλλες όχι αξιόπιστες παραδόσεις: πως ο Φίγαλος ήταν ένας ντόπιος, κι όχι ο γιος του Λυκάονα· άλλοι είπαν πως υπάρχει νύμφη Φιγαλία, από τις λεγόμενες Δρυάδες.

[3] Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν επίθεση κατά των Αρκάδων και εισέβαλαν με στρατό στη άρχισαν να τους πολιορκούν. Όταν το τείχος κινδύνευε να κυριευθεί οι Φιγαλείς απέδρασαν ή οι Λακεδαιμόνιοι τους επέτρεψαν να φύγουν υπόσπονδοι. Η άλωση της Φιγάλιας και η έξοδος των Φιγαλέων έγινε όταν άρχων επώνυμος στην Αθήνα ήταν ο Μιλτιάδης, στο δεύτερο έτος της τριακοστής ολυμπιάδας, κατά την οποία ο Λακεδαιμόνιος Χίονις είχε νικήσει για τρίτη φορά.

[4] Οι Φιγαλείς που είχαν διαφύγει αποφάσισαν να πάνε στους Δελφούς και να ρωτήσουν το θεό σχετικά με την επάνοδο τους· η πυθία έδωσε την απάντηση πως αν μόνοι τους προσπαθήσουν να επιστρέψουν, δεν βλέπει δυνατή την επάνοδο· αν όμως προσλάβουν εκατό διαλεχτούς πολεμιστές από το Ορεσθάσιο, οι πολεμιστές αυτοί θα σκοτωθούν στη μάχη, αλλ' οι Φιγαλείς θα επιτύχουν την επάνοδο. Οι Ορεσθάσιοι μόλις έμαθαν το χρησμό που δόθηκε στους Φιγαλείς, καθένας έσπευδε να προλάβει τον άλλο για να συμπεριληφθεί στους εκατό επίλεκτους και να μετάσχει στην εκστρατεία της Φιγαλίας.

[5] Εμφανίστηκαν προ της φρουράς των Λακεδαιμονίων και συνετέλεσαν στο να πραγματοποιηθεί καθ' όλα ο χρησμός: οι ίδιοι πολέμησαν αξιόλογα και σκοτώθηκαν, έδιωξαν όμως τους Σπαρτιάτες, κ' έτσι μπόρεσαν οι Φιγαλείς να ξαναπάρουν την πατρίδα τους. Η Φιγάλια βρίσκεται σε ύψωμα, απότομο στα περισσότερα μέρη· τα τείχη υψώνονται πάνω από γκρεμούς· η κορυφή όμως του υψώματος είναι ομαλή και επίπεδη. Υπάρχει αυτού και ένα ιερό της Αρτέμιδος σωτείρας με άγαλμα της λίθινο που την παριστάνει όρθια.

[6] Από το ιερό αυτό συνηθίζουν να ξεκινούν οι πομπές τους. Στο γυμναστήριο ένα άγαλμα του Έρμη τον παριστάνει να φορεί ιμάτιο, δεν καταλήγει όμως σε πόδια, αλλ' έχει κάτω το σχήμα των τετράγωνων ερμών. Υπάρχει και ναός του Διονύσου, ο οποίος επονομάζεται από τους ντόπιους ακρατοφόρος· το κάτω μέρος του λατρευτικού αγάλματος δεν είναι ορατό, εξαιτίας των φύλλων δάφνης και των κισσών· το ορατό μέρος είναι αλειμμένο με κιννάβαρι, για να έχει μια λάμψη· λένε πως αυτό το βρίσκουν οι Ίβηρες μαζί με το χρυσάφι.



"Αρκαδικά" Παυσανία - Κεφ. 40

[1] Στην αγορά της Φιγαλίας υπάρχει ανδριάντας του παγκρατιαστή Αρραχίωνα με αρχαϊκά γνωρίσματα, μεταξύ των άλλων στη στάση: τα πόδια του δεν έχουν την κανονική διάσταση και τα χέρια πέφτουν παρά τα πλευρά ως τους γλουτούς· ο ανδριάντας είναι λίθινος καιί λένε πως είχε και επιγραφή, η οποία με τον καιρό εξαφανίστηκε. Ο Αρραχίων είχε κερδίσει δυο ολυμπιακές νίκες πριν από την πεντηκοστή τέταρτη ολυμπιάδα και μια τρίτη κατά την πεντηκοστή τέταρτη, την οποία οφείλει στην κρίση των Ελλανοδικών, άλλα και στην προσωπική του ικανότητα.

[2] Καθώς δηλαδή αντιμετώπιζε για τον κότινο της νίκης τον τελευταίο ανταγωνιστή του, εκείνος, όποιος κι αν ήταν, πρόλαβε και έζωσε με τα πόδια του, τον Αρραχίωνα, ενώ έσφιγγε με τα χέρια το λαιμό του· ο Αρραχίων έσπασε ένα δάχτυλο του ποδιού του αντιπάλου του· έτσι ταυτόχρονα ο Αρραχίων ξεψύχησε πνιγμένος, ενώ ο αντίπαλός του που τον έπνιξε λιποθύμησε από τον πόνο· οι Ηλείοι ανακήρυξαν νικητή το νεκρό Αρραχίωνα, τον όποιο στεφάνωσαν.

[3] Κάτι παρόμοιο ξέρω πως έκαναν οι Αργείοι για τον επιδάμνιο πυγμάχο Κρεύγα: οι Αργείοι δηλαδή έδωσαν το νικητήριο στεφάνι των Νεμείων στο νεκρό Κρεύγα, γιατί ο ανταγωνιστής του Συρακόσιος Δαμόξενος παρέβη τα συμφωνημένα μεταξύ τους: επειδή πλησίαζε να σκοτεινιάσει, ενώ εξακολουθούσαν να πυγμαχούν, συμφώνησαν ενώπιον όλων να καταφέρει καθένας με τη σειρά στον αντίπαλο του χτύπημα· την εποχή εκείνη οι πυγμάχοι δεν φορούσαν ακόμη σκληρούς ιμάντες στους καρπούς των χεριών τους· πυγμαχούσαν ακόμα με τις «μειλίχες», δεμένες περί τις χούφτες των χεριών, ώστε τα δάχτυλα να μένουν έξω· οι μειλίχες γίνονταν από λουρίδες μαλακού βοδινού δέρματος λεπτές, πλεγμένες μεταξύ τους με ένα τρόπο παλιό.

[4] Ο Κρεύγας χτύπησε τότε το Δαμόξενο στο κεφάλι· ο Δαμόξενος, με τη σειρά του, ζήτησε από τον Κρεύγα να σηκώσει το χέρι, και όταν εκείνος το σήκωσε, του κατάφερε ένα πλήγμα κάτω από τα πλευρά, με τα δάχτυλα τεντωμένα ίσια· τα νύχια του ήταν τόσο κοφτερά και το πλήγμα τόσο δυνατό, ώστε το χέρι πέρασε μέσα στο σώμα του αντιπάλου, άρπαξε τα σπλάχνα και τα απέσπασε τραβώντας τα έξω.

[5] Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως· οι Αργείοι τότε απέκλεισαν το Δαμόξενο, επειδή παρέβη τη συμφωνία και κατάφερε περισσότερα πλήγματα αντί ενός, και έδωσαν τη νίκη στο νεκρό Κρεύγα, για τον όποιο έκαναν και πλαστική εικόνα στο Άργος, η οποία ήταν στημένη μέχρι των ημερών μου στο ιερό του λύκειου Απόλλωνα.



"Αρκαδικά" Παυσανία - Κεφ. 41

[1]Στην αγορά της Φιγαλίας υπάρχει και πολυάνδριο των επιλέκτων Ορεσθασίων που τους τιμούν ως ήρωες με ετήσιους εναγισμούς.

[2] Ένας ποταμός, ονομαζόμενος Λύμαξ, περνάει κοντά στη Φιγαλία και χύνεται στη Νέδα· λένε πως το ποτάμι αυτό πήρε το όνομά του από τον καθαρμό της Ρέας· οι νύμφες δηλαδή που έκαναν τον καθαρμό της θεάς μετά τον τοκετό έριξαν στο ποτάμι το ρύπο του καθαρμού, για τον όποιο οι αρχαίοι είχαν το όνομα λύματα, όπως φαίνεται και από τον Όμηρο, ο όποιος λέει πως κατά την κατάπαυση του λοιμού οι Έλληνες «απολυμαίνονταν» και έριχναν τα «λύματα» στη θάλασσα. Οι πήγες της Νέδας είναι στο βουνό Κεραύσιο που ανήκει στο Λύκαιο.

[3] Στο μέρος όπου η Νέδα πλησιάζει περισσότερο την πόλη Φιγαλία τα παιδιά των Φιγαλέων κόβουν τα μαλλιά τους προσφέροντας τα στον ποταμό. Κοντά στη θάλασσα το ρεύμα της Νέδας είναι πλωτό από μικρά πλοία. Απ' όλους τους γνωστούς μου ποταμούς το ρεύμα του Μαιάνδρου έχει τους πιο πολλούς ελιγμούς: πολλές φορές στρέφεται προς τα πίσω και πάλι γυρίζει μπρος. Η Νέδα θα μπορούσε να θεωρηθεί το δεύτερο σε ελιγμούς ποτάμι.

[4] Δώδεκα περίπου στάδια πάνω από τη Φιγαλία υπάρχουν θερμά λουτρά - όχι μακριά απ' αυτά ο Λύμαξ κατεβαίνει προς τη Νέδα. Παρά τη συμβολή των ρευμάτων είναι το ιερό της Ευρυνόμης, σεβαστό από παλαιά και για την τραχύτητα του εδάφους δύσκολα προσιτό.

[5] Περί το ιερό υπάρχουν πολλά και πυκνά κυπαρίσσια. Σχετικά με την Ευρυνόμη η κοινότερη άποψη μεταξύ των Φιγαλέων είναι πώς πρόκειται για ένα προσωνύμιο τής Άρτεμης - όσοι όμως απ' αυτούς διέσωσαν αρχαίες αναμνήσεις λένε πως η Ευρυνόμη είναι κόρη του Ωκεανού, αναφερόμενη και από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, πως είχε υποδεχτεί, μαζί με τη Θέτι, τον Ήφαιστο.

[6] Το ιερό της Ευρυνόμης το ανοίγουν μια ορισμένη μέρα κάθε χρόνο, ενώ τον υπόλοιπο καιρό καθιερώθηκε να το κρατούν κλειστό. Τότε γίνονται θυσίες από την πόλη και από ιδιώτες. Δεν συνέπεσε να βρεθώ στη Φιγαλία τη μέρα της γιορτής και δεν είδα το άγαλμα της Ευρυνόμης - από τους Φιγαλείς άκουσα πως η ξύλινη λατρευτική εικόνα της θεάς είναι δεμένη με χρυσές αλυσίδες και πως έχει τη μορφή γυναίκας ως τους γλουτούς - το κάτω μέρος έχει τη μορφή ψαριού, πράγμα που θα ταίριαζε ως γνώρισμα μιας κόρης του Ωκεανού, η όποια ζει στο βυθό της θάλασσας μαζί με τη Θέτι. Στην Άρτεμη όμως δεν θα ήταν εύλογο να δοθεί η μορφή αυτή.

[7] Η Φιγάλια κλείνεται γύρω από βουνά, αριστερά το λεγόμενο Κωτίλιο και δεξιά από το Ελάιον όρος που υψώνεται μπροστά της· το Κωτίλιο απέχει σαράντα περίπου στάδια από την πόλη. Στο Κωτίλιο υπάρχει θέση ονομαζόμενη Βάσσαι και ο ναός του επικούρειου Απόλλωνα, μαρμάρινος ο ίδιος και η στέγη του.

[8] Από όλους τους ναούς της Πελοποννήσου, υστέρα από το ναό της Τεγέας, θα μπορούσε αυτός να πάρει την πρώτη θέση για το κάλλος του μαρμάρου και το αρμονικό σύνολο. Το προσωνύμιο δόθηκε στον Απόλλωνα, γιατί ήρθε «επίκουρος» σε αρρώστια επιδημική, όπως και οι Αθηναίοι τον ονόμασαν αλεξίκακο, γιατί κι απ' αυτούς απομάκρυνε την αρρώστια.

[9] Έφερε και στους Φιγαλείς τη σωτηρία κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων κι όχι σε καμιά άλλη περίσταση· απόδειξη είναι τα δυο προσωνύμια του Απόλλωνα που υποδηλώνουν παρόμοιο, περίπτωση και το ότι αρχιτέκτονας του ναού της Φιγαλίας υπήρξε ο Ικτίνος, σύγχρονος με τον Περικλή, και αρχιτέκτονας επίσης του λεγόμενου Παρθενώνα της Αθήνας. Ανάφερα ήδη πως το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα βρίσκεται στην αγορά της Μεγαλόπολης.

[10] Στο όρος Κωτίλιο υπάρχει μια πηγή, από το νερό της οποίας έγραψε κάποιος πως έχει την αρχή του το ρέμα τού Λύμακα· αυτό όμως ούτε ο ίδιος το είδε ούτε από αυτόπτη το άκουσε· σε μένα προσωπικά δόθηκε και η μια και η άλλη ευκαιρία· έβλεπα το ποτάμι να ρέει· από την άλλη μεριά έβλεπα το νερό της πηγής του Κωτιλίου να μην προχωρεί σε μεγάλη απόσταση, άλλα να χάνεται λίγο πιο πέρα εντελώς. Όμως δεν σκέφτηκα να πολυεξετάσω σε ποιό μέρος της Αρκαδίας βρίσκεται η πηγή του Λύμακα. Πιο πάνω από το ιερό του επικούριου Απόλλωνα υπάρχει μια θέση Κώτιλο, απ' όπου προσονομάζεται μια Αφροδίτη του Κωτίλου· γι' αύτη υπήρχε ναός, του οποίου δεν διατηρούνταν η στέγη, υπήρχε και λατρευτικό της άγαλμα.



"Αρκαδικά" Παυσανία - Κεφ. 42

[1] Το άλλο από τα δυο βουνά, το Ελάιον, βρίσκεται σ' απόσταση τριάντα περίπου σταδίων από τη Φιγαλία - σ' αυτό υπάρχει σπηλιά αφιερωμένη στη λεγόμενη μέλαινα Δήμητρα. Την παράδοση των Θελπούσιων πως ο Ποσειδώνας συνευρέθηκε με τη Δήμητρα τη δέχονται και οι Φιγαλείς, οι όποιοι όμως λένε πως η Δήμητρα γέννησε όχι άλογο, αλλά τη λεγόμενη από τους Αρκάδες Δέσποινα.

[2] Από τότε, λένε, θυμωμένη η Δήμητρα για το φέρσιμο του Ποσειδώνα και λυπημένη για την αρπαγή της Περσεφόνης, ντύθηκε στα μαύρα και μπήκε σ' αυτή τη σπηλιά, όπου έμεινε πολύ καιρό κρυμμένη. Άρχισαν τότε να καταστρέφονται όλοι οι καρποί της γης και όλο και περισσότεροι άνθρωποι να πεθαίνουν από την πείνα·

[3] κανένας θεός δεν ήξερε πού είχε κρυφτεί η Δήμητρα, ώσπου ο Παν πήγε στην Αρκαδία και άρχισε να κυνηγάει πότε στο ένα και πότε στο άλλο βουνό· όταν έφτασε στο Ελάιον, πρόσεξε τη Δήμητρα ποια μορφή είχε και τι είδους ένδυμα φορούσε· αυτά τα έμαθε ο Δίας από τον Πάνα και έστειλε τις Μοίρες στη Δήμητρα· η Δήμητρα άκουσε τις Μοίρες και άφησε την οργή της και μετρίασε και τη λύπη. Γι' αυτό το λόγο, λένε οι Φιγαλείς, αφιέρωσαν τη σπηλιά στη Δήμητρα και ανάθεσαν μέσα ένα άγαλμά της ξύλινο.

[4] Το άγαλμα λένε πως είχε την εξής μορφή: η θεά παριστάνονταν σα μια γυναίκα καθισμένη σε βράχο, η οποία όμως είχε κεφάλι και κόμη αλόγου· στο κεφάλι της πρόβαλλαν φίδια και άλλα ζώα· φορούσε χιτώνα μακρύ ως τα πόδια· στο ένα χέρι κρατούσε δελφίνι και στο άλλο περιστέρι· για ποιο λόγο είχαν κάνει έτσι το ξόανο είναι φανερό σε άνθρωπο με ορθοκρισία και με καλό μνημονικό· το προσωνύμιο μέλαινα λένε πως οφείλεται στο μαύρο φόρεμά της.

[5] Δεν θυμούνται τίνος έργο ήταν το ξόανο αυτό ούτε πως έγινε παρανάλωμα φωτιάς. Αφού το παλιό ξόανο αφανίστηκε, οι Φιγαλείς δεν φρόντισαν να προσφέρουν άλλο άγαλμα στη θεά, αλλ' ακόμα παραμέλησαν και τις περισσότερες γιορτές και θυσίες, ώσπου ακαρπία κατέλαβε τη χώρα τους· όταν πήγαν ικέτες στην Πυθία, πήραν τον εξής χρησμό:

[6] Αρκάδες της Αζανίας που τα βαλάνια είναι η τροφή σας, σεις που τη Φιγάλεια κατοικείτε, τη σπηλιά, όπου η Δηώ κρύφτηκε, η θεά που με άλογο πλάγιασε, ήρθατε να μάθετε πως από την πείνα θα γλιτώσετε την οδυνηρή, σεις που μόνοι, δυο φορές νομάδες ζήσατε, μόνοι ξανά με άγριους καρπούς. Η Δηώ σας έκοψε την (ήμερη) τροφή, η Δηώ βοσκούς πάλι σας έκανε από γεωργούς και αρτοφάγους, γιατί τη στερήσατε από τις προσφορές των παλιότερων ανθρώπων και από τις παλιές τιμές. Και θα σας καταντήσει γρήγορα ν' αλληλοφαγωθείτε και να φάτε τα παιδιά σας, αν δεν κατευνάσετε την οργή της με πάνδημες χοές κι αν δεν στολίσετε το βάθος της σπηλιάς με θεϊκές τιμές.

[7] Όταν έφτασε ο χρησμός και τον άκουσαν οι Φιγαλείς, άρχισαν να τιμούν τη Δήμητρα περισσότερο και έπεισαν τον αιγινήτη Ονάτα, γιο του Μίκωνα, να τους κάνει με όποια αμοιβή ένα άγαλμα της Δήμητρας. Του Ονάτα αυτού υπάρχει στην Πέργαμο ένας χάλκινος Απόλλωνας, ιδιαίτερα θαυμαστός για το μέγεθος και την τέχνη. Στην προκείμενη περίπτωση ο Ονάτας βρήκε ζωγραφιά η αντίγραφο από το αρχαίο ξόανο, περισσότερο όμως, κατά την παράδοση, οδηγήθηκε από όνειρα και έκανε ένα χάλκινο άγαλμα για τους Φιγαλείς, περίπου μια γενιά μετά την εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.

[8] Συμπεραίνω τη χρονολογία από το εξής: όταν ο Ξέρξης πέρασε στην Ευρώπη, τύραννος των Συρακουσών και της υπόλοιπης Σικελίας ήταν ο Γέλων, ο γιος τον Δεινομένη· όταν ο Γέλων πέθανε, η αρχή περιήλθε στον αδελφό του Γέλωνα Ιέρωνα. Ο Ιέρων πέθανε πριν αφιερώσει στον ολύμπιο Αία τα πλαστικά έργα που είχε τάξει για τις ιππικές του νίκες· έτσι ο γιος του Δεινομένης έκανε τα αναθήματα στην Ολυμπία για λογαριασμό του πατέρα του Ιέρωνα.

[9] Κι αυτά είναι έργα του Ονάτα· υπάρχουν και δυο επιγράμματα στην Ολυμπία ένα σχετικό με το ανάθημα: στους λάμπρους σου αγώνες νίκησε κάποτε, ολύμπιε Δία, ό 'Ιέρων, σε τέθριππο μια φορά και, σε κέλητα δυο, και τούτα σου πρόσφερε τα δώρα·

[10] ο γιος του έκανε το ανάθημα, ο Δεινομένης, σ' ανάμνηση του Συρακόσιου πατέρα του. Το άλλο επίγραμμα λέει: ο γιος μ' έκανε του Μίκωνα, ο Ονάτας που στο νησί κατοικεί την Αίγινα. Ο Ονάτας έζησε την ίδια εποχή με τον Αθηναίο Ηγία και τον Αργείο Αγελάδα.

[11] Προσωπικά επισκέφτηκα τη Φιγαλία ιδίως χάριν αυτής της Δήμητρας. Όπως και οι ντόπιοι συνηθίζουν, δεν έκανα ούτε εγώ για τη θεά αιματηρή θυσία - υπάρχει συνήθεια να προσφέρουν οι ιδιώτες, άλλα και το κοινό των Φιγαλέων κάθε χρόνο, καρπούς ήμερων δέντρων και σταφύλια, κερήθρες μελισσών, ακατέργαστα μαλλιά, γεμάτα ακόμα από τη λίγδα· αυτά τα αφήνουν στον κτιστό μπροστά στη σπηλιά βωμό και χύνουν πάνω λάδι.

[12] Οι ιεροπραξίες είναι έργο μιας ιέρειας με τη βοήθεια του νεώτερου από τους λεγόμενους ιεροθύτες, οι όποιοι είναι τρεις Φιγαλείς πολίτες. Γύρω από τη σπηλιά υπάρχει άλσος από βαλανιδιές και πηγή κρύου νερού. Το άγαλμα που είχε κάνει ο Ονάτας ούτε υπήρχε επί των ημερών μου, αλλ' ούτε και αν είχε γίνει ποτέ ήξεραν οι περισσότεροι Φιγαλείς.

[13] Ο πιο ηλικιωμένος απ' όσους συνάντησα έλεγε πώς τρεις γενιές πριν απ' αυτόν έπεσαν πάνω στο άγαλμα από την οροφή βράχοι, από τους οποίους έσπασε και τελείως καταστράφηκε. Πραγματικά έβλεπα και εγώ στην οροφή το μέρος από όπου οι βράχοι είχαν αποσπαστεί.

......................................





Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
                                  "Αρκαδία"


Ο Παυσανίας


 Ο Παυσανίας καταγόταν από τη Μικρά Ασία. Ήταν αρχαίος Έλληνας περιηγητής και συγγραφέας. Έζησε τα έτη 110 ή 120μ.Χ έως το 170 ή 180μ.Χ. Η χρονική διάρκεια της ζωής του βγαίνει από εκτιμήσεις ερευνητών, βάσει των χρονολογιών γνωστών ιστορικών γεγονότων που συνδέονται με την ηλικία του και ο ίδιος αναφέρει στα βιβλία του. Είχε λάβει Ελληνική παιδεία και γνώριζε πολύ καλά την Ελληνική ιστορία και μυθολογία.
Από το έργο του "Ελλάδος Περιήγησης", στα "Αρκαδικά" του, που είναι το (Η) όγδοο από τα δέκα βιβλία του, μαθαίνουμε για τις περιηγήσεις του Παυσανία στην Αρκαδία μετά το 160 ή 170 μ.Χ. Είναι η εποχή της αίγλης και της ακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την οποία θαύμαζε.
 Η αρχαία Αρκαδία
Η Αρχαία Αρκαδία περιλάμβανε το κεντρικό τμήμα της Πελοποννήσου. Η περιοχή της παραλιακής Κυνουρίας ανήκε στην Αργολίδα ή στη Λακεδαίμονα, αφού το Άργος και η Σπάρτη έκαναν συχνά πολέμους για την κατοχή της. Τα όρια λοιπόν της αρχαίας Αρκαδίας ταυτίζονταν σχεδόν με τη σημερινή έκτασή της, με μικρές διαφοροποιήσεις.
 Ο Παυσανίας εισέρχεται στην Αρκαδία.
 Η είσοδος του Παυσανία γίνεται από την ανατολική διάβαση της "Κλίμακος", στο διάσελο του Αρτεμισίου και του Λυρκείου, προερχόμενος από την Αργολίδα. Είναι οι σημερινές "Πόρτες", όπου έχει κατασκευαστεί η σήραγγα του Αρτεμισίου στον κεντρικό δρόμο Τρίπολης - Αθήνας.
Πρώτο χωριό που συναντά είναι τα Μελαγγεία μεταξύ Σάγκα και Νεστάνης, που ταυτίζεται με το Πικέρνι. Στο βόρειο τμήμα του Αργού πεδίου συναντά την "κώμην" της Νεστάνης και αναφέρεται στη "Φιλίππειον κρήνη".

Σταθμοί περιηγήσεων του Παυσανία.
Ο Παυσανίας αναφέρει εννέα (9) πόλεις - σταθμούς απ' όπου θα ξεκινήσει να επισκεφτεί τη γύρω περιοχή και να καταγράψει τις παρατηρήσεις του. Είναι οι παρακάτω κατά σειρά επίσκεψης: Μαντίνεια, Ορχομενός, Φενεός, Ηραία, Γόρτυς, Μεγάλη πόλις, Λυκόσουρα, Φιγαλία και η Τεγέα.



                                        Πρώτος σταθμός: Μαντίνεια

 Από εδώ έκανε πέντε (5) εξορμήσεις,
α) Νοτιοανατολικά, από την πύλη της Τεγέας, έφτασε στα όρια Μαντινείας και Τεγέας.
β) Νότια , από την πύλη του Παλλαντίου πέρα από τη Σκοπή, όπου ήταν ο τάφος του Επαμεινώνδα.
γ) Βορειοδυτικά, από την πύλη του Μεθυδρίου στο χωριό Κάψια, στον Καρδαρά και στην Αλωνίσταινα.
δ) Βόρεια, από την πύλη των Μελλαγγείων μέχρι την "Πτόλιν" το λόφο πάνω από το Γκορτσούλι, όπου ήταν η ακρόπολη της Μαντινείας και από εκεί στην "κώμην της Μαιράς" στο σημερινό Αρτεμίσιο.
ε) Βόρεια, από την πύλη του Ορχομενού, για τον Ορχομενό που ήταν ο δεύτερος σταθμός.
Αναφερόμενα μνημεία: Ο διπλός ναός με τα αγάλματα της Λητούς και των τέκνων της, Απόλλωνος και Αρτέμιδος (έργο του Πραξιτέλη) και το άγαλμα του Ασκληπιού.
Τα ιερά του Σωτήρος ή επιδότου Διός, των Διοσκούρων, της Ήρας με την Αθηνά και την Ήβη, με τα ανάγλυφα των μουσών στο βάθρο τους. (Αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών).
Το θέατρο, η Εστία με το μνήμα της Αντινόης, το Γυμναστήριο και ο Ιππόδρομος.
Ο αρχαίος ναός του Ιππίου Ποσειδώνος, κοντά στον Άγιο Νικόλαο Μηλιάς. 



                             Δεύτερος σταθμός: Ο Αρκαδικός Ορχομενός.

Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου πάνω από το σημερινό χωριό του Ορχομενού, τριάντα χμ. από την Τρίπολη και πέντε χμ ΒΑ. του Λεβιδίου.
Μνημεία που αναφέρει ο περιηγητής: Ο ναός της Υμνίας Αρτέμιδος, κοντά στο Λεβίδι.
Τείχη, πηγή που υδρευόταν η πόλη του Ορχομενού, το ξόανο της Αρτέμιδος Κεδρεάτιδος και τα ιερά του Ποσειδώνος και της Αφροδίτης με τα λίθινα αγάλματά τους,
"Ταινείαι πηγαί" αναφέρονται τα κεφαλάρια που συνάντησε, βόρεια του Ορχομενού, στη λιμνάζουσα περιοχή ανάμεσα στην Κανδήλα, τη Λίμνη και το Διακόπι. Δεν είναι άλλα από τις πηγές του Κεφαλόβρυσου, το Σίτζι, την Πίκεζα, το Κουρπά, το Κακάβι, και το Σάλκι.
Σήμερα υπάρχουν τα ερείπια της πόλης του Ορχομενού, το θέατρο, το βουλευτήριο, η αγορά και ο ναός της Αφροδίτης.
Από τον Ορχομενό κατευθύνθηκε στο Φενεό περνώντας από ένα δύσκολο πέρασμα φτάνοντας στις Καρυές, το σημερινό Μάτι Κορινθίας. Ήταν η μοναδική δίοδος που ένωνε το Ορχομένιο και Καφυατικό πεδίο με το Φενεατικό που ανήκε τότε στην Αρκαδία. 



                                           Τρίτος σταθμός: Φενεός 

Η περιοχή του Φενεού με την εύφορη πεδιάδα του σήμερα ανήκει στο νομό Κορινθίας.
Μνημεία: Ο ναός της Αθηνάς Τριτωνίας και τα αγάλματα του Ιππίου Ποσειδώνος και της Αρτέμιδος Ευρύππας, πάνω στην ακρόπολη.
Το Στάδιο, που βρισκόταν έξω από την ακρόπολη, όπου ετελούντο τα "Έρμαία", αγώνες προς τιμήν του Ερμή του "Κυλλήνιου" και ο Ιππόδρομος.
Αναφέρονται ακόμη τάφοι ηρώων όπως του Ιφικλή, του Ιολάου, του Μυρτίλου γιού του Ερμή και του Οινομάου του ηνιόχου του,
Από το Φενεό ο Παυσανίας έκανε πέντε εξόδους.
α) Βορειανατολικά, στο δρόμο προς την Πελλήνη με την παρακάτω διαδρομή: Φενεός - Κάτω και Άνω Ταρσός - Καρυά - Αυχένας Χελιδορέας - Κάτω Τρίκαλα Κορινθίας - Ρέθι - Δένδρο - Πελλήνη.
β) Βόρεια, προς την πόλη της Αιγείρας. Στη διαδρομή αυτή έξω από το Φενεό συνάντησε τα ιερά της Αρτέμιδος και του Πυθίου Απόλλωνος.
γ) Ανατολικά, συνάντησε τα Τρίκρηνα, τρεις κρήνες όπου οι νύμφες έλουσαν το νεογέννητο Ερμή.
δ) Βορειοδυτικά, βλέπει το Χελμό με τις κορυφές Αετοράχη, Κορυφή και Νεραϊδοράχη όπου κατακρημνίζονται τα ύδατα της Στυγός από βράχο μεγάλου ύψους. Στα ύδατα της Στυγός ορκίζονταν Θεοί και Θνητοί.
Ο Παυσανίας περνώντας τα Αροάνια, έφτασε στους Λουσσούς. Αναφέρεται ο ναός της "Ημερασίας Αρτέμιδος" και η πόλη Κυναίθη, εκεί όπου σήμερα βρίσκονται τα Καλάβρυτα.
ε) Νοτιοδυτικά, προς Κλείτορα. Συναντά τη Λυκουρία και περνώντας τις πηγές του Λάδωνα και του Αροάνιου φτάνει στην πόλη του Κλείτορα, κοντά στη σημερινή Κλειτορία.
Τα ιερά της περιοχής ήταν της Δήμητρας, του Ασκληπιού, της Ειλειθυίας, των Διοσκούρων και ο ναός με το άγαλμα της Αθηνάς Κορίας.
Τέλος ο περιηγητής από το Φενεό, περνώντας τη Στύμφαλο φτάνει στο λεκανοπέδιο της Αλέας κοντά στα σημερινά χωριά Σκοτεινή, Αλέα, Εξοχή για να φτάσει στον Ορχομενό.
Ελατρεύοντο: Ο Διόνυσος με τις ετήσιες γιορτές τα "Σκιέρεια", η Αλέα Αθηνά και η Εφεσία Άρτεμις.
Ορχομενός - Ψωφίδα - Θέλπουσα.
Δυτικά του Ορχομενού συναντά την πόλη των Καφυών, κοντά στο χωριό Χωττούσα. Από εκεί στην περιοχή των Νάσων τη σημερινή Παναγίτσα, την περιοχή των Αργεαθών και Λυκούντων (το χωριό Φίλια), το Λευκάσιον, την κώμη Πάος, Σείραι, στην αρχαία Ψωφίδα (Τριπόταμα) και παλιότερα Φηγία. Ακολουθώντας την κοίτη του Λάδωνα, αναφέρει την κώμη Θαλιάδες, στην περιοχή της Βάχλιας, την κώμη Καούντος κοντά στο χωριό Βούτσι, το Όγκειον κοντά στο Καλλιάνι και την πόλη Θέλπουσα κοντά στο σημερινό Τουμπίτσι.
 

                                           Τέταρτος σταθμός: Ηραία.

Η Ηραία (Άγιος Ιωάννης) βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Αλφειού, κοντά στα σημερινά Λουτρά που ήταν γνωστά από τότε. Δίπλα στο ποτάμι ήταν στίβοι αγωνισμάτων όπου προγυμναζόταν ο Ηραιάτης Ολυμπιονίκης της 65ης Ολυμπιάδας Δαμάρατος.
Από εδώ ο Παυσανίας έκανε τρεις εξόδους.:
α) Δυτικά, προς την Ηλεία.
β) Νότια, όπου συνάντησε την πόλη Αλίφηρα, κοντά στο χωριό Ρογκοζιό.
γ) Νοτιοανατολικά ακολουθώντας τον παράλληλο προς τον Αλφειό αρχαίο δρόμο, συναντά την πρώτη πόλη που την αναφέρει με το όνομα Μελεναιές, όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Κακουρέικα, κατόπιν το Βουφάγιον στην περιοχή του Παλαιοκάστρου που υπάρχει μυκηναϊκή νεκρόπολη.
                                             

                                         Πέμπτος σταθμός: Γόρτυς

Συνεχίζοντας ανατολικά φτάνει στο χωριό "Μάραθα" κοντά στο Βλαχόραφτη και ο επόμενος σταθμός είναι η Αρχαία Γόρτυς.
Δύο εξόδους κάνει από εδώ ο Παυσανίας.
α) Βόρεια συναντά τις πόλεις Τεύθις (Δημητσάνα) και Θεισόα του Μαινάλου (κοντά στην Καρκαλού).
β) Νοτιοανατολικά κατευθυνόμενος προς Μεγαλόπολη συναντά το μνήμα "Παραιβασίου" κοντά στο σημερινό χωριό Ελληνικό. Ύστερα τα ερείπια της Βρένθης (σημερινή Καρύταινα) και περνώντας την αριστερή όχθη του Αλφειού φτάνει στην Τραπεζουντία χώρα, όπου συναντά την ερειπωμένη Τραπεζούντα που ίσως ήταν μητρόπολη της Τραπεζούντας του Πόντου. Πιστεύεται ότι ευρίσκετο στη θέση των σημερινών χωριών Κυπαρίσσια και Μαυριά της Μεγαλόπολης. Συνάντησε ακόμη την πόλη Βασιλίς κοντά στο χωριό Ίσιωμα. Μετά τη Θωκνία φτάνει στη Μεγάλη πόλη, τη σημερινή Μεγαλόπολη.
                                         Έκτος σταθμός: Μεγάλη πόλις

Η αρχαία Μεγαλόπολη εποικίστη από Αρκαδικές κώμες για να περιοριστεί έτσι η εδαφική επέκταση της Σπάρτης. μετά τη μάχη των Λεύκτρων όταν ο Επαμεινώνδας νίκησε τους Σπαρτιάτες.
Μνημεία: Στη δυτική όχθη του Ελισσόντα υπήρχε ο περίβολος των ιερών της Δήμητρας και της Κόρης με τα αγάλματά τους. Τα αγάλματα των Ωρών και του Πάνα, των Νυμφών και του Φιλίου Διός, της Αφροδίτης, της Ήρας, των Μουσών, του Ηρακλή καθώς και ανδριάντες διασήμων πολιτών.
Στη νότια όχθη του Ελισσόντα ήταν το μεγαλύτερο θέατρο της Ελλάδος, ναοί, βωμοί τα αγάλματα του Ερμή, του Απόλλωνα και γενικά όλων των Ολυμπίων Θεών.
Από την Μεγαλόπολη έκανε επτά διαδρομές.
α) Νοτιοδυτικά με κατεύθυνση τα όρια Αρκαδίας - Μεσσηνίας. Η Κρωμίτης χώρα κοντά στη Βελιγοστή, ο τόπος της Νυμφάδος και το Ερμαίον, ερμαϊκή στήλη στα σύνορα με την Μεσσηνία, αναφέρονται. στην πρώτη διαδρομή.
β)Δυτικά μέχρι το "κατά Δέσποιναν Ερμαίον", σύνορα με τη Μεσσηνία.
γ) Νότια, μέχρι το "κατά Βελιμίναν Ερμαίον", σύνορα με τη Λακεδαίμονα.
δ) Βόρεια η διαδρομή ήταν πολύ κοπιαστική. Μεγάλη πόλη - Σκιάς - κώμη των Χαρισίων (Τρίλοφο) - Τρικόλωνοι - Ζοιτία (Ζώνη) - Παρωρία (Παλιομοίρι) - Θυραίο (κοντά στη Σύρνα) - Φάλανθος (δυτικά της Αλωνίσταινας) - Μεθύδριον - Νυμφασία πηγή.
ε) Βόρεια παράλληλα προς την προηγούμενη διαδρομή συναντά την Παλίσκιο χώρα, την ερειπωμένη πόλη των Περαιθέων, Λυκόα (κοντά στη Σιλίμνα) , Μαίναλος, Σουματία (πάνω στο βουνό της Σιλίμνας).
στ) Δυτικά , ερείπια των Μακαρεών (κοντά στο Χωρέμι), των Δασεών (Απιδίτσα), η κώμη Ακακήσιον, το ιερόν της Δέσποινας.
                                   

                                       Έβδομος σταθμός: Λυκόσουρα

Ο Παυσανίας φτάνοντας στη Λυκόσουρα μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα ιερά και τα αγάλματα που συνάντησε σ' αυτόν το χώρο, μεταξύ αυτών και το σύμπλεγμα του Δαμοφώντα.
Τρεις διαδρομές έκανε από τη Λυκόσουρα.
Η πρώτη διαδρομή έγινε βορειοδυτικάπρος το όρος Λύκαιον, τον Αρκαδικό Όλυμπο.
Η δεύτερη διαδρομή προς νότον μέχρι την πόλη Μέλπεια και τα όρη Νόμια που ανήκαν στη Αρκαδία.
Η τρίτη διαδρομή έγινε προς την Αρκαδική τότε πόλη Φιγαλία, νοτιοδυτικά.
Αναφερόμενα μνημεία της περιοχής.
Το ιερό της Δέσποινας, ο ναός της Αρτέμιδος Ηγεμόνης, ανάγλυφες διακοσμήσεις και οι βωμοί της Δέσποινας της Δήμητρας και της Μεγάλης Μητρός. Το σύμπλεγμα του Δαμοφώντα με τα αγάλματα της Δήμητρας και της Δέσποινας, της Άρτεμης και του Ανύτου. Αναφέρεται ακόμη το Μέγαρο και το ιερό του Πανός.
                                   

                                       Όγδοος σταθμός: Φιγαλία

Η Φιγαλία ήταν Αρκαδική πόλη, που κατά τη μυθολογία χτίστηκε από το Φίγαλο γιο του Λυκάονα.
Δύο εξορμήσεις έκανε ο Παυσανίας από τη Φιγαλία
Η πρώτη έξοδος ήταν προς το όρος Κωτύλιο, για να επισκεφτεί και να μας περιγράψει το ναό του Επικούριου Απόλλωνα των Βασσών, έργο του Ικτίνου , όταν οι Φιγαλείς ζήτησαν τη βοήθεια του Απόλλωνα κατά τη διάρκεια θανατηφόρου λοιμού. Σήμερα ο ναός σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση.
Η δεύτερη έξοδος έγινε προς το όρος Ελάιον, νότια, όπου ευρίσκετο το σπήλαιο Δήμητρος Μελαίνης. όπου είχε καταφύγει η Δήμητρα όταν έχασε την Περσεφόνη.
Από τη Φιγαλία ο Παυσανίας επέστρεψε στη Μεγαλόπολη για τον τελευταίο σταθμό στην Αρκαδία, την Τεγέα.
                                          Ένατος σταθμός: Τεγέα

Από τη Μεγάλη πόλη με κατεύθυνση ανατολικά πέρασε από τη Λαδόκεια τη σημερινή Μεγαλόπολη, τις Αιμονές (Περιβόλια ή Παλαιόχουνη) , στο Ασεατικό πεδίο, Κ. Ασέα, Παλλάντιο, Τεγέα.
Τρεις εξόδους επιχείρησε από την Τεγέα.
Πρώτη έξοδος νότια στο δρόμο προς τη Λακωνία.
Δεύτερη, νοτιοανατολικά προς Θυρέα μέσω Ριζών προς Άγιο Πέτρο, και Άστρος.
Τρίτη έξοδος από την Τεγέα και την Αρκαδία είναι η διαδρομή βορειοανατολικά για την Αργολίδα, Παράλληλος προς το σημερινό δρόμο Στάδιο - Λιθοβούνια - Στενό - Αγιωργίτικα - διάβαση Παρθενίου προς Αχλαδόκαμπο.

Μνημεία
Ο ναός της Αλέας Αθηνάς με τα ανάγλυφα αετώματα, το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, των Μουσών των Νυμφών και της Μνημοσύνης. Άλλα ιερά της Αθηνάς Παλλάδος, της Αφροδίτης, της Αρτέμιδος Ηγεμόνης, της Ειλειθυίας ο Βωμός του Πανός, το κενοτάφιο του Ορέστη, ο ναός της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος, ο ναός της Κνακεάτιδος Αρτέμιδος, και άλλων θεοτήτων.
Ο Παυσανίας κατά την έξοδό του από την Αρκαδία στη διάβαση του Παρθενίου όρους συνάντησε το τέμενος του Τηλέφου και το ιερό του Πανός.
Μας παρέδωσε ένα περίφημο βιβλίο, τα "Αρκαδικά", που μέσα απ' αυτό γνωρίζουμε την ιστορία της Αρκαδίας, και όχι μόνο, αφού αναφέρεται στη μυθολογία, τη λαογραφία και την τοπογραφία της περιοχής. με κάθε λεπτομέρεια.

Είμαστε ευγνώμονες για την προσφορά του.







Τόποι και Τοποθεσίες:



  .....  Ξεκινώντας από την Ελληνική Μυθολογία, ο Ησίοδος παραδίδει την παράδοση ότι πρώτος κάτοικος της Αρκαδίας ήταν ο Πελασγός, ο δε Έφορος ότι όλοι οι Πελασγοί είναι αρκαδικής καταγωγής, σημείο που αναφέρει ο Στράβων [2]. Ο δε Παυσανίας συμπληρώνει πως την εποχή που βασίλευε ο Πελασγός, όλη η Πελοπόννησος λεγόταν Πελασγία ή Αχαϊκόν Άργος. Ο δε Διονύσιος Αλικαρνασσεύς διατρανώνει: "των Πελασγών το γένος εκ Πελοποννήσου το αρχαίον" (Ι 17). Αλλά και ο Ευριπίδης στο έργο του "Αρχέλαος" αναφέρει πως "όταν ο Δαναός ήλθε στο Άργος κι έκτισε την πόλη του Ινάχου, και ενώ οι κάτοικοι λέγονταν "Πελασγιώται" εκείνος τους όρισε με νόμο αυτοί σε όλη την αρχαία Ελλάδα να λέγονται Δαναοί". Επίσης, ο Ηρόδοτος σημειώνει πως "όσο καιρό οι Ίωνες κατοικούσαν στη Πελοπόννησο στη περιοχή της σημερινής Αχαΐας, πριν ακόμη να έλθουν ο Δαναός και ο Ξούθος ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς και που έλαβαν τελικά το όνομα Ίωνες από τον Ίωνα του Ξούθου"[3]. Τέλος, ο Στράβων αναφέρει ότι ο Αισχύλος στις "Ικέτιδες", καθώς και στις "Δαναΐδες" αναφέρεται στη καταγωγή των Πελασγών από το Άργος (Ε κεφ. Β)......









                           >> Ιστορικός  χάρτης <<
        ...  Κατά το συνέκδημο του Ιεροκλέους (535 μ.Χ.) και αρχαιολογικά επιβεβαιωμένα οι ακόλουθες πόλεις υπήρχαν στην Πελοπόννησο: Κόρινθος, Νέα Σικυών, Αιγείρα, Αιγαί ή Αίγιον, Μεθώνη(Μέθανα), Τροιζένα, Πιναύρα ή Πίλαυρα(Επίδαυρος),Ιερά μιόνη(Ερμιόνη), Άργος, Τεγέα, Θάρπουσα(Θάλπουσα), Μαντίνεια, Λακεδαίμων η πριν Σπάρτη, Γερένθραι(Γερόνθραι), Φαραί, Ασώπολις(Ασωπός), Ακρεαί(Ακριαί), Φιάλαια(Φιγαλία), Μεσσήνη, Κορωνία(Κορώνη), Ασίνη, Μοθώνη(Μεθώνη), Κυπαρισσία, Ηλίς.





... στη "Λαμπρή Πεντηκονταετία" (480-430π.χ)



Το Κοινό των Αρκάδων το 369π.χ -[2]





>> Η διαμόρφωση του Ελλαδικού χώρου το 228 π.χ



                                   Map of Greece and Western Asia Minor
Index
 ..... Achaea E3, Achelous D3, .... , Antron D4, Aphidnae E5, Arcadia E3, Arctonessos B9, Argolis E4, Argos E4, Artacia B9, Asine E4, Assus C7, Astypalea G7, Athens E5, ....Delphi D4, Dia H6, Dicte H7, Dodona C2, Dorium F3, Echinades D2, Elaeus B7, Eleusis E5, Elis E3,....,  Olympia E3, Olympus B4, Olynthos B5,....., Pella B4, Pellene E4, Peneus C3 and E3, Peparethos D5, Percote B8, Pergamum D8, Phaestus I6, Pharis F4, Pheneus E3, Pherae C4, Phigalia F3, Phocaea D8, Phocis D4, Phrygia B8, Phthiotis D4, Phylace C4, Pieria B4, Pindus C3, Pisa E3, Pontus Euxinus A10, Priene E8, Propontis B9, Pteleus D4, Pylos F3, Rhodes G9, Rhytium I6, Salamis E5, Same E2, Samos E8, Samothrace B7, Sparta F4 ....





   Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΗΝΗ ΤΗΣ ΦΙΓΑΛΕΙΑΣ:
  Το 1927 ανασκάφηκε από τον Α. Ορλάνδο η αρχαία κρήνη που κτίσθηκε στο τέλος του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Η κρήνη βρίσκεται έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης στη ΝΑ πλευρά του χωριού.
  Αποτελείται από μία ορθογώνια δεξαμενή κτισμένη από μεγάλους ορθογώνιους λίθους. Το δάπεδό της ήταν πλακόστρωτο. Το νερό ερχόταν από δύο αυλάκια που ήταν ανοιγμένα στο πίσω μέρος της κρήνης και έρρεε από δύο οπές που υπάρχουν στον πίσω τοίχο της δεξαμενής. Η πρόσοψή της ήταν ναόσχημη και αποτελείτο από τέσσερις κίονες οι οποίοι κατέληγαν σε δωρικά κιονόκρανα και στήριζαν αμφικλινή στέγη που σχημάτιζε στην πρόσοψη τριγωνικό αέτωμα.... 




            Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος,  αποτελεί το πιο αξιόλογο ανασκαμμένο μνημείο της αρχαίας Φιγάλειας που εκτείνεται στη θέση της σημερινής ομώνυμης κοινότητας. Ο ναός βρίσκεται στο χαμηλό λόφο "Κουρδουμπούλι" που υψώνεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγοράς της αρχαίας πόλης. Πρόκειται για ορθογώνιο ναό με πρόναο και σηκό, και προσανατολισμό Α-Δ. Η περίοδος ζωής του εκτείνεται από τον 4ο αι. π.Χ. έως την πρώιμη ρωμαϊκή εποχή, ενώ θα πρέπει να υπήρξε και μία αρχαϊκή φάση. Ο ναός δεν αναφέρεται από τον Παυσανία και η ταύτιση των λατρευομένων θεοτήτων έγινε με βάση ενεπίγραφες βάσεις αγαλμάτων. 
      Η ανασκαφική έρευνα έδειξε πως η ζωή στο συγκεκριμένο λόφο είχε αρχίσει από την προϊστορική ήδη εποχή. Το ιερό θα πρέπει να υπήρχε από την αρχαϊκή εποχή, όπως διαφαίνεται από αρχιτεκτονικά λείψανα και μέλη, καθώς και από αναθήματα. Στη βυζαντινή εποχή ή στην εποχή της Φραγκοκρατίας ο ναός φαίνεται να μετατράπηκε σε οικία. 
     Ο ναός του 4ου αι. π.Χ. είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με πρόναο και σηκό. Είναι κατασκευασμένος από μεγάλους ορθογώνιους λιθοπλίνθους κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων. Η είσοδος είναι στα ανατολικά και φέρει κατώφλι. Ο πρόναος επικοινωνεί με το σηκό μέσω ενός μονόλιθου κατωφλιού. Στο βάθος του σηκού βρέθηκε στη θέση του το λίθινο κυβικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, ενώ μπροστά από αυτό υπήρχε τράπεζα προσφορών. Στο πλάτωμα που σχηματίζεται μπροστά από την πρόσοψη του ναού, υπήρχε πιθανότατα ο βωμός. Στα νότια του ναού εντοπίστηκε στο βράχο βαθειά σχισμή εν είδει χάσματος.
     Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος αποτελούσε ένα θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Φιγάλειας. Από τις επιγραφές που προέκυψαν, διαφαίνεται πως ο ναός είχε πολιτική σημασία και πως η εμβέλειά του εκτεινόταν πέραν των ορίων της Αρκαδίας. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ως προς την κατασκευή και την εσωτερική διάταξη των χώρων με το ναό του Ασκληπιού στη γειτονική Αλίφειρα.


ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΦΙΓΑΛΕΙΑΣ:
    Η αρχαία Φιγάλεια είναι η πόλη στην πολιτική και διοικητική επιρροή της οποίας ανήκε ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος. Βρίσκεται σε απόσταση 7χλμ. περίπου δυτικά του ναού, όπου σήμερα είναι κτισμένο το σύγχρονο χωριό Παύλιτσα ή Αρχαία Φιγάλεια.
   Την πόλη περιβάλλει αρχαίο τείχος μήκους 4 χλμ. σωζόμενο σε καλή κατάσταση ενώ παντού υπάρχουν εμφανή ίχνη και λείψανα αρχαίων κτιρίων.
   Στη θέση «Σταυρούλι» τοποθετείται η αρχαία αγορά της πόλης και υπάρχουν ορατά λείψανα βυζαντινού ναού, ο οποίος έχει κτισθεί προφανώς επάνω σε αρχαίο κτίριο (ίσως στο ναό του Διονύσου Ακρατοφόρου).
   Στο ΝΑ άκρο της πόλης έξω από τα τείχη, ο Α. Ορλάνδος ανέσκαψε αρχαία κρήνη με ναόσχημη πρόσοψη του τέλους του 4ου αι. π.Χ, η οποία σώζεται σε καλή κατάσταση.
   Κάτω από τον βυζαντινό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρίσκεται στο σύγχρονο νεκροταφείο του χωριού, υπάρχει αρχαίος ναός, ενώ αρχαίος ναός θα πρέπει να υπήρχε και στην κορυφή του λόφου όπου τοποθετείται η ακρόπολη.
   Στην κορυφή του λόφου «Κουρδουμπούλι» αποκαλύφθηκε ναός αφιερωμένος στην Αθηνά και τον Δία Σωτήρα ενώ ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει στη Φιγάλεια την ύπαρξη ιερών της Αρτέμιδος Σωτείρας, και της Ευρυνόμης καθώς Γυμνασίου και Αγοράς, όπου υπήρχαν τα αγάλματα του Ερμή και του Ολυμπιονίκη Αρραχίωνα.
   Στην Αγορά της πόλης ήταν ιδρυμένο, σε άγνωστη σήμερα θέση, το επιβλητικό πολυάνδριο των Ορεσθασίων, οι οποίοι το 659 π.Χ πολέμησαν στο πλευρό των Φιγαλέων κατά των κατακτητών Σπαρτιατών και σκοτώθηκαν όλοι.
   Η νεκρόπολη της αρχαίας Φιγάλειας βρίσκεται δυτικά της θέσεως «Σταυρούλι» εκτός των αρχαίων τειχών. Η πρόσβαση γίνεται διαμέσου μονοπατιού συνολικού μήκους 2 χιλιομέτρων περίπου. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί συνολικά έξι ταφικά μνημεία εκ των οποίων τα δύο σώζουν κατά χώραν πλήθος διασπάρτων αρχιτεκτονικών μελών. Οι τάφοι είναι μνημειακοί, με ναόσχημη πρόσοψη, πίσω από την οποία υπάρχει ο νεκρικός θάλαμος λαξευμένος στο φυσικό βράχο. Συνήθως στο θάλαμο υπάρχουν δύο έως τρεις ταφικές κλίνες για τους αντίστοιχους νεκρούς. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα η κατασκευή των μνημείων χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ.









... Αφετηρία των μονοπατιών είναι η Αρχαία Κρήνη που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του οικισμού της Φιγαλείας.
Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου κατεβαίνουμε το φαράγγι της Νέδα και συναντάμε τον εντυπωσιακό καταρράκτη ύψους 50 μ. 
 Μετά από 2 χιλιόμετρα συναντάμε το πέτρινο τοξωτό γεφύρι και φτάνουμε στους καταρράκτες του Στομίου. Από εκεί επιστρέφουμε μέσω του ειδικά διαμορφωμένου μονοπατιού στον οικισμό της Φιγαλείας....



figaleia - neda



figaleia - roadmap



χάρτης περιοχής Επικούριου


χάρτης περιοχής Φιγάλειας
 Η Φιγάλεια βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Ηλείας στη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα πού διαγράφει την οροθετική γραμμή μεταξύ Ηλείας και Μεσσηνίας. Απέχει 79 χλμ από τον Πύργο και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ζαχάρως.
 Στο χωριό φθάνει κανείς είτε από τον αμαξιτό δρόμο πού οδηγεί από τον Πύργο στην Κυπαρισσία μέσω Λεπρέου και Νέας Φιγαλείας, είτε από το δρόμο πού συνδέει την Ανδρίτσαινα με την Φιγάλεία, είτε από το δρόμο που οδηγεί στο Κοπανάκι μέσω Πλατανίων.
Τα σημερινά όρια της Φιγάλειας εκτείνονται ως το Δραγώγι και τα Περιβόλια στα βόρεια και βορειοδυτικά, το Στόμιο δυτικά  και την κοίτη του ποταμού Νέδα στα νότια. Η θέση του χωριού βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο (460 μ.) από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ στα νότια προς τη Νέδα οι ορεινοί όγκοι δημιουργούν βαθιές χαράδρες. …


Ν. ΗΛΕΙΑΣ (ΦΙΓΑΛΕΙΑ - ΒΑΣΣΕΣ)



.....................................................................................................

Φιγαλεία, Οδηγίες για το πως θα πάω???
  (www.moriasnow.gr/oikismos/figaleia)


......................................................................................
















"Η διαδρομή… που ξεκινά από τη Φιγάλεια (κάτω ρούγα)... και τελειώνει στον Καταρράκτη ¨ Άσπρο Νερό¨ δίπλα στον ποταμό Νέδα… "

  >>  Ως αφετηρία, προτείνεται ο τεράστιος πλάτανος του αμφιθεατρικού χώρου της Αρχαίας Κρήνης στο ανατολικό άκρο του οικισμού της Φιγαλείας. Διασχίζοντας τα στενά σοκάκια του πετρόκτιστου οικισμού, με κατεύθυνση νότια, φτάνουμε στα 500 μέτρα στην άκρη του φαραγγιού. Από εκεί ένα γραφικό κατηφορικό μονοπάτι, με ξύλινα σκαλοπάτια και κουπαστές ώστε να είναι προσβάσιμο από το ευρύ κοινό, οδηγεί στον καταρράκτη «Άσπρο νερό» στη συμβολή του παραπόταμου Λύμαξ και Νέδα. Από τη ξύλινη γέφυρα ο επισκέπτης μένει έκθαμβος στη θέα του καταρράκτη. Τα νερά πέφτοντας από 60 μέτρα ύψος αφρίζουν και ασπρίζουν, θροΐζουν τα αιωνόβια πλατάνια, τα θεόρατα πουρνάρια, οι αγριοσυκιές, τα αγιοκλήματα, οι δάφνες, οι αγράμπελες, οι ιτιές, οι βελανιδιές και συνθέτουν ένα μεγαλόπρεπο τοπίο που θέλγει και γοητεύει. Από τον καταρράκτη «Άσπρο νερό» οι τολμηροί μπορούν τους θερινούς μήνες να διασχίσουν το φαράγγι, ακολουθώντας τη ροή των πεντακάθαρων νερών της Νέδα….




>> Μια διαδρομή μέσα στο καλύτερο κομμάτι του φαραγγιού Νέδα, που ξεκινά απο τη γέφυρα του ποταμού στο δρόμο Πλατάνια - Αρχαία Φιγαλεία και τελειώνει στο στόμιο(σύραγγα), όπου το ποτάμι πέρνει το δρόμο του προς τον κάμπο, πριν χυθεί στο Ιόνιο δίπλα στο Γιαννιτσοχώρι....


Ο Επικούριος Δρόμος: είναι Αγώνας Δρόμου 14 χιλιομέτρων (από τον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα, στο Ιερό Κωτύλιο, Υψόμετρο 1140 μέτρων >>> έως την Αειφόρο Αρχαία Κρήνη, Στην Αρχαία Φιγάλεια, Υψόμετρο 450 Μέτρα)...

Μεγάλο μέρος της διαδρομής του Επικουρίου Δρόμου, συμπίπτει με εκείνη
της «Ιεράς Οδού»,των Φιγαλέων, διέρχεται δε, μέσα ή δίπλα, από τα γραφικά
Φιγαλικά Χωριά- Καστρούγκαινας, Δραγωγίου, Πλατείας, Περιβολίων,
Φιγάλειας, με κατάληξη την Αειφόρο Φιγαλική Κρήνη, με το Θεόρατο Πλατάνι.

Τα Μάτια δεν χορταίνουν να απολαμβάνουν τη μαγευτική θέα, που
ανεμπόδιστα, απλώνεται από το Ιερό Λύκαιον όρος, τα Νόμια, το Τετράγιον, το Ελάιον, 
έως τον Μεσσηνιακό κάμπο και το το Ιόνιο Πέλαγος. Το δε
μουρμουρητό, της Θεοτρόφου Νέδας, στέλνει αβίαστα τη φαντασία του
καθενός, σε άλλες ένδοξες εποχές….



................................................................................................................................................